Για την κατάργηση των αντιτρομοκρατικών νόμων

  • Δημοσιεύτηκε: Πέμ, 14/05/2015 - 9:24μμ

Οι λεγόμενοι «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι, οι οποίοι στηρίζονται στις έννοιες της εγκληματικής οργάνωσης, της τρομοκρατικής οργάνωσης και των τρομοκρατικών πράξεων (ιδίως ο ν. 2928/2001, ο ν. 3251/2004, ο ν. 3875/2010 και ορισμένοι μικρότερης σημασίας όπως η νομοθεσία για την χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων), είναι νόμοι ανελεύθεροι πολιτικά και κοινωνικά και έχουν εισαχθεί από την κρατική εξουσία για να ποινικοποιήσουν την πολιτική ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης και για να ποινικοποιήσουν αναπόδεικτες δραστηριότητες μέσα από το όχημα της συλλογικής ευθύνης. Η πολιτική λειτουργικότητα της σύστασης «εγκληματικής» και «τρομοκρατικής οργάνωσης», πράξεων που αφορούν τη συνένωση με σκοπό τη διάπραξη σοβαρών κακουργημάτων ή πλημμελημάτων και όχι την πραγματική διάπραξη ή έστω προετοιμασία τους, έγκειται στην αυθαίρετη ποινικοποίηση πολιτικών συλλογικοτήτων ή και ατομικών εκφορών πολιτικού λόγου με βάση μια υποτιθέμενη εγκληματική επιδίωξη. Κανένα κριτήριο συγκεκριμένου κινδύνου δεν εισάγεται σε αυτές τις διατάξεις, όπως θα ήταν η σύνδεση του κατηγορούμενου με τον αναγκαίο εφοδιασμό για τη διάπραξη των κακουργημάτων ή με συγκεκριμένα σχέδια εγκληματικής δράσης. Αυτό που ποινικοποιείται είναι η «εγκληματική πρόθεση». Επιπλέον, τόσο στις πολιτικές εγκληματικές οργανώσεις (όπως ήταν οι ένοπλες οργανώσεις της Αριστεράς ή όπως είναι λ.χ. η «Χρυσή Αυγή») όσο και στις συμμορίες του κοινού εγκλήματος, οι διατάξεις των «τρομονόμων» βοηθούν στο να υπάρξει μια κακουργηματική καταδίκη εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξει εξατομίκευση ποινικής ευθύνης για διάπραξη συγκεκριμένων κακουργημάτων. Ανεξάρτητα λοιπόν από την ποινικοποίηση της κινηματικής «ακραίας πολιτικής» (βλ. λ.χ. Σκουριές, χρήση τρομονόμων κατά διαδηλωτών κ.ά.), οι «τρομονόμοι» καταργούν το αστικό κράτος δικαίου ως προς την ποινική νομοθεσία, το οποίο στηρίζεται στην εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης από την εποχή του Διαφωτισμού και του Τσέζαρε Μπεκαρία. Με άλλα λόγια, οι «τρομονόμοι» είναι οχήματα και διπλασιασμού των κατηγοριών και των ποινών.

Επίσης, οι «τρομονόμοι» συνθλίβουν και καταργούν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο κατά την αστικοδημοκρατική παράδοση στηριζόταν σε ευγενή κίνητρα, διαχωριζόταν από το κοινό έγκλημα, και δικαζόταν από δικαστήρια ενόρκων. Η ρύθμιση των «τρομονόμων» για τα τριμελή δικαστήρια εφετών ακόμη και σε κατάφωρες υποθέσεις πολιτικής εγκληματικότητας ακολουθήθηκε από μια νομολογία στις υποθέσεις των αριστερών «τρομοκρατικών οργανώσεων», η οποία κατάργησε πρακτικά τη συνταγματική έννοια του πολιτικού εγκλήματος (άρθρο 97 Συντάγματος), αφού δέχθηκε ότι πρακτικά πρέπει να υπάρχει πράξη που κατατείνει άμεσα στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος («εσχάτη προδοσία», δηλαδή επανάσταση ή πραξικόπημα), ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για «πολιτικό έγκλημα». Έτσι, οι αποφάσεις των συντεταγμένων δικαστηρίων κατάργησαν μια έννοια του συνταγματικού νομοθέτη ή την έθεσαν σε απόλυτη ανενέργεια και έλλειψη εφαρμογής.

Η αντίθεση στους «τρομονόμους» εκφράσθηκε ρητά από τα κόμματα της Αριστεράς στην Βουλή κατά την ψήφισή τους (ΚΚΕ, Συνασπισμός-ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και από το σύνολο των φορέων της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς, από τα συνδικάτα, από τους ενεργούς πολίτες, τα κοινωνικά κινήματα, τις αντιαυταρχικές πρωτοβουλίες και τους κριτικούς-αριστερούς νομικούς. Είναι απολύτως αναληθές αυτό που τελευταία ισχυρίζονται κάποιοι ότι δήθεν η κριτική της Αριστεράς αφορούσε το πολιτικό έγκλημα και μάλιστα μόνο το αριστερόστροφο πολιτικό έγκλημα και όχι τους εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Από την αρχή (2001), η κριτική στους τρομονόμους της τελευταίας γενεάς αλλά και τους παλαιότερους (ν. 774/1978, ν. 1916/1990 ) της πρώτης Μεταπολίτευσης είχε κύρια αιχμή την ποινικοποίηση του θεωρούμενου ως «ακραίου» πολιτικού φρονήματος αλλά επεκτεινόταν και στην αφόρητη αοριστία τους ως ποινικών μορφωμάτων, η οποία επεβάρυνε την θέση τόσο των κατηγορουμένων για πολιτικά οργανωμένα εγκλήματα όσο και για τα κοινά οργανωμένα εγκλήματα, αφού η προετοιμασία αντικαθίστατο από την απλή επιδίωξη διάπραξης κακουργημάτων χωρίς, όπως αναφέρθηκε , συγκεκριμένους δείκτες εγκληματικού κινδύνου. Από αυτή την άποψη, η αντιτρομοκρατική νομοθεσία (187 και 187ŽαΠ.Κ. ) διακυβεύεικαισυρρικνώνειταδικαιώματατόσοτουκατηγορούμενουγιααριστερήτρομοκρατικήδράσηόσοκαιτουκατηγορούμενουγιαφασιστικήεγκληματικήήτρομοκρατικήδράσηόσοκαιτουκατηγορούμενουγιαεμπόριοναρκωτικών ή για συμβόλαια θανάτου. Τόσο όσον αφορά την συγκρότηση αφόρητα αόριστων και δύσκολα αποδείξιμων κακουργημάτων του τύπου «εγκληματική οργάνωση» όσο και τη χρήση ανελεύθερων αποδεικτικών μέσων, όπως οι συσκευές εικόνας και ήχου, η λήψη DNA, η ανακριτική διείσδυση, ο νόμιμος χαφιεδισμός κ.ά. Αν κάποιος πιστεύει στην πολιτική ελευθερία και στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου πραγματικά και δεν τα εισάγει ως αναγκαίο όπλο για το παρόν, ενώ πιστεύει ότι στο «καλό μέλλον» θα αρκεί μια σφαίρα στο σβέρκο για τους αντιπάλους του, δεν μπορεί να κάνει μια επιλεκτική χρήση αυτής της παλιάς καλής κριτικής στους «τρομονόμους»: να την χρησιμοποιεί, δηλαδή, όταν αγγίζουν αυτούς που συμπαθεί πολιτικά και να την αποσύρει όταν αγγίζουν αποτρόπαιους φασίστες ή απεχθείς δολοφόνους και βιαστές. Δυστυχώς, το παιχνίδι δεν παίζεται έτσι όσον αφορά τις ιδεολογίες και τους συμβολισμούς. Ακόμη και η καλύτερη χρήση ενός απεχθούς θεσμικού μέσου οδηγεί στην παγίωσή του και στην αναδρομική ιδεολογική νίκη όσων το εισήγαγαν, παρά την παρέλευση πολλού χρόνου από τότε.

Η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη καθυστερήσει σημαντικά στο ζήτημα της νομοθετικής κατάργησης των «τρομονόμων» όπως και άλλων αυταρχικών νομοθετημάτων όπως ο «κουκουλονόμος» (άρθρο 25 ν. 3772/2009). Δεν υπάρχει κανείς αποχρών λόγος που το κάνει αυτό. Πρώτον, η κατάργηση των «τρομονόμων» ήταν και είναι βασική προγραμματική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ και του Τμήματος Δικαιωμάτων του. Δεύτερον, δεν έχει κανένα δημοσιονομικό κόστος (εκτός αν θεωρούμε ως δημοσιονομικό κέρδος τις τυχόν μετατροπές για άδικες και αντισυνταγματικές ποινές). Τρίτον, η τυχόν ευνοϊκή επίδραση της τωρινής κατάργησης των τρομονόμων στην δίκη της Χρυσής Αυγής για τους φασίστες μπορεί, όντως, να είναι ένα πολιτικό πρόβλημα, αλλά ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα υπήρξε η στήριξη της κατηγορίας στους «τρομονόμους» (και ιδίως το 187 Π.Κ. ) και λιγότερο στις υπαρκτότατες και σοβαρές εξατομικευμένες ποινικές ευθύνες. Όποιος σπέρνει θύελλες θερίζει καταιγίδες. Σε κάθε περίπτωση, η δέσμευση αρχών είναι δέσμευση αρχών και δεν μπορεί να σταθμίζεται με βάση άμεσα πολιτικά κέρδη, όσο σοβαρά και αν είναι αυτά. Πέραν του ότι η κατάργηση των «τρομονόμων» θα είχε και την διάσταση της βελτίωσης της δικονομικής θέσης πολλών κατηγορουμένων, που βρίσκονται στον αντίποδα της Χρυσής Αυγής.

Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει έλλειψη κυβερνητικής πολιτικής βούλησης για την κατάργηση των «τρομονόμων». Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής είναι μόνο η πρόφαση. Η βαθύτερη αιτία είναι η ακόμη υπαρκτή ταλάντευση για το αν η κυβέρνηση θα συγκρουστεί ή μη με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η ταλάντευση αυτή επεκτείνεται και στο ζήτημα της διατήρησης των δομών του καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης, των οποίων οι «τρομονόμοι», όπως και τα ειδικά σώματα καταστολής της ΕΛΑΣ, αποτελούν αναγκαίο δομικό συστατικό. Με λίγα λόγια, αν και εφόσον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκαταλείψει το νεοφιλελεύθερο και ευρωενωσιακό στρατηγικό πλαίσιο (στην εκδοχή του σοσιαλφιλελευθερισμού ή όποια άλλη), ας μην περιμένουμε να καταργήσει τους αντιτρομοκρατικούς νόμους. Θα τους παράσχει και αυτή όπως και οι προηγούμενες στο αυταρχικό αστικό κράτος ως πολιτική και θεσμική υπεραξία. Το ερώτημα που τίθεται είναι το ποια μπορεί να είναι η άμεση δράση και η διεκδίκηση του εργατικού κινήματος και των άλλων κοινωνικών κινημάτων.

Δημήτρης Μπελαντής 

Θεματικές: