Δυο τρομερές μαρτυρίες συντρόφων για το Πολυτεχνείο (Γιάννης Φελέκης - Αρετή Πότσιου)

  • Δημοσιεύτηκε: Παρ, 23/11/2018 - 7:27μμ

Ο Γιάννης Φελέκης (στο Κόκκινο) και ακολουθεί μια διήγηση της συντρόφισσας Αρετής Πότσιου, που του απαντάει (στη λίστα του Δικτύου) εκει που εκείνη θεωρεί απαραίτητο:

Γιάννης Φελέκης:

«Στο Πολυτεχνείο ήμασταν μερικές δεκάδες από την πρώην νεολαία του ΚΔΚΕ (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας- το τροτσκιστικό κόμμα που προέκυψε από το ενοποιητικό συνέδριο του 1946). Οι οποίοι όμως στην πλειοψηφία τους είχαν αποχωρήσει. Είχαν καταγγείλει τον τροτσκισμό και είχανε γίνει πια οπαδοί των απόψεων του Μπετελέμ. Δηλαδή λίγο Μάο, λίγο Μπετελέμ, όλα αυτά μαζί, θεωρώντας πως αυτό είναι το πιο μοντέρνο, το πιο καινούργιο, αυτό που ανταποκρίνεται στην εποχή. Ήταν τα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα και ο μαοϊσμός βρισκόταν σε φοβερή άνοδο. Όλοι αυτοί λοιπόν, επειδή γνωριζόμασταν από πριν, είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, παρά τις τρέχουσες διαφορές μας. Είχαμε μια κοινή λογική για το πώς οργανώνονται τα πράγματα. Οπότε, θελήσαμε να το κάνουμε πιο συγκροτημένα.

Έτσι, όταν νύχτωσε η Τετάρτη (14 Νοεμβρίου 1973) και ο περαστικός κόσμος αραίωσε, αρχίσαμε να συζητάμε μεταξύ μας. Τότε ήταν που ο Γιάννης Χαριτόπουλος, ο Γιώργος Γλυνός, ο Περικλής Γρίβας και κάποιοι άλλοι έριξαν την ιδέα να γίνει μια συνέλευση εργαζομένων μέσα στο Πολυτεχνείο. Ζητήσαμε την άδεια γι’ αυτό από τη Συντονιστική Επιτροπή. Δεν θυμάμαι αν ήταν ο Λαλιώτης ή η Δαμανάκη στο κουμάντο, πάντως μας το αρνήθηκαν. Αλλά με το που είπαμε σε διάφορους γύρω-γύρω ότι σκοπεύουμε να

κάνουμε εργατική συνέλευση, μαζεύτηκαν καμιά 300ριά άνθρωποι, κυρίως ακροαριστεροί αλλά και λίγοι αναρχίζοντες. Οπότε πήγαμε στο κτίριο Γκίνη, σπρώξαμε την πόρτα, μπήκαμε μέσα και ξεκίνησε η συνέλευση, θα’ ταν μεσάνυχτα πια.

Το κύριο ζητούμενο ήταν αυτά που λέγαμε εκεί να τα διαμορφώσουμε σε ένα κείμενο, το οποίο στη συνέχεια θα το μοιράζαμε στον κόσμο. Διότι συμφωνούσαμε όλοι να καλέσουμε τους εργάτες να κάνουν συνελεύσεις στα εργοστάσιά τους, να στείλουν εκπροσώπους στο Πολυτεχνείο και να κάνουμε ένα συντονιστικό όργανο με στόχο να διοργανώσουμε Γενική Απεργία. Μ’ άλλα λόγια, να προχωρήσουμε σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, αν η εξέγερση κρατήσει μερικές μέρες.

Ήθελαν όμως όλοι να βάλουν και ένα «διά ταύτα», δηλαδή τι κυβέρνηση θα φτιάξουμε. Οι τροτσκίζοντες όλων των αποχρώσεων θέλαμε κυβέρνηση Εργατικών Συμβουλίων που θα εκλεγούν απευθείας απ’ την εργατική τάξη. Οι μαοϊκοί εκπροσωπούνταν κυρίως από το ΕΕΑΜ (Εργατικό Επαναστατικό Αντιϊμπεριαλιστικό Μέτωπο). Απ’ αυτούς θυμάμαι κυρίως τον Βασίλη Τσιμπίδη και τον Αντώνη Αντωνίου. Είχαν έρθει στο Πολυτεχνείο μ’ ένα πανώ που έγραφε «Λαϊκή Εξουσία». Αυτοί θέλανε Λαϊκή Δημοκρατία. Υπήρχαν ακόμα και μερικοί αναρχικοί, οι οποίοι ήταν η πρώτη τέτοια ομάδα που είχε συγκροτηθεί: ο Γιώργος Γαρμπής (που αργότερα άνοιξε το βιβλιοπωλείο «Ελεύθερος Τύπος»), ο Νίκος Μπαλής, ο Μιχάλης Κωνσταντινίδης, η Σύλβια και μερικοί άλλοι, γύρω στα δεκαπέντε άτομα. Ήτανε ενάντιοι σε κάθε κράτος και κάθε εξουσία. Θέλανε Εργατικά Συμβούλια, αλλά χωρίς κυβέρνηση. Αυτή ήταν η βασική κόντρα της εργατικής συνέλευσης...

...Πριν αρχίσει η καταστολή, όλο το κέντρο της Αθήνας ήταν γεμάτο κόσμο στο δρόμο. Η αστυνομία ήταν στην περιφέρεια και ο στρατός δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.

Κάποια στιγμή βγήκα από το Πολυτεχνείο, είχα βρει έναν πιτσιρικά μ’ ένα μηχανάκι, κατεβήκαμε τη Στουρνάρη και πιάσαμε την Αχαρνών μέχρι το σταθμό του Ηλεκτρικού στα Κάτω Πατήσια. Όλη η Αχαρνών ήταν γεμάτη, οι πολυκατοικίες είχαν αδειάσει και ο κόσμος ήταν μαζεμένος στα πεζοδρόμια και τις πλατείες. Σιγά σιγά η αστυνομία άρχισε να αδειάζει τετράγωνο-τετράγωνο το δρόμο, μέχρι που φτάσανε να περικυκλώσουν το Πολυτεχνείο. Ένας κόσμος δηλαδή σκορπούσε και έμπαινε στα σπίτια του και ένας άλλος κόσμος υποχωρούσε και στο τέλος, όταν ο κλοιός έφτασε γύρω από το Πολυτεχνείο, μπήκε μέσα.

Τότε ήταν που ήρθαν τα τανκς. Περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Προσωπικά δεν πίστευα ότι θα έμπαιναν τα τανκς, επειδή είχε πολύ κόσμο και πολλοί ήταν πάνω στα κάγκελα. Η Πατησίων ήταν γεμάτη αστυνομία, που βρισκόταν σε κανονική παράταξη. Το τανκ έριξε την πόρτα και η πόρτα έπεσε πάνω στη λιμουζίνα του Πρύτανη. Από κάτω ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου που ούρλιαζε, όπως και άλλοι που χτυπηθήκαν, που πέσανε από τα κολωνάκια κλπ.

Δημιουργήθηκε πανικός, άρχισε να στριγγλίζει και ο κόσμος που ήτανε από τη μέσα μεριά. Καθώς προχώρησε το τανκ ευθεία μπροστά προς την Αρχιτεκτονική, ξεχυθήκανε από πίσω οι λοκατζήδες και μπήκαν μέσα. Φτάσανε μέχρι τα σκαλιά και όσους ήμασταν μπροστά προς τα κάγκελα, μας στριμώξανε με τις ξιφολόγχες και μας οδηγούσαν προς την πόρτα.

Βγαίνοντας έξω, άλλοι πηγαίναμε προς τα Πατήσια και άλλοι προς την Ομόνοια. Εκεί, μπορούσες να φας όσο ξύλο χώραγε το τομάρι σου, γιατί όλοι αυτοί οι αστυνομικοί, που περνούσαμε ανάμεσά τους και η παράταξή τους έφτανε μέχρι τη Σολωμού από την πλευρά της Ομόνοιας, μας ρίχνανε γκλομπιές, κλωτσιές, γονατιές, μπουνιές, όλα αυτά.

Προσωπικά, μόλις έφτασα στο θέατρο Άλφα άρχισα να πηγαίνω σέρνοντας, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος από τα χτυπήματα. Ένιωθα παντού χτυπημένος, στα χέρια, στα πόδια, στο κεφάλι και την πλάτη. Εκεί που είναι τώρα η ΔΕΗ ήταν τότε ένα ξενοδοχείο, νομίζω το έλεγαν Ατλάντικ. Κατόρθωσα να φτάσω ως εκεί. Είχαν κατέβει τα γκαρσόνια και οι άλλοι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου, μας ανέβαζαν στον ημιώροφο και όποιος είχε χτυπηθεί ή είχε αίματα, τον γιατροπορεύανε. Ήταν 4 η ώρα τη νύχτα.»

Στην αποστροφή του λόγου του για αναρχίζοντες η συντρόφισσα Αρετή Πότσιου έστειλε στη λίστα του Δικτύου, αυτά που θυμάται η ίδια, απαντώντας κατά κάποιο τρόπο στο Γιάννη:

"Λοιπόν, εμείς τα αναρχικάκια, Τετάρτη κατά τις τέσσερις το μεσημέρι παίξαμε το πρώτο ξύλο με τα κομματικά παιδιά,

που δεν ήθελαν να μείνουμε μέσα στο Πολυτεχνείο, γιατί δεν είχαν γραμμή απ' τα κόμματά τους.

Μετά, το βράδυ, αναρωτιούνταν οι ηγέτες εκεί πέρα του αυτόκλητου συντονιστικού τι να κάνουν, γιατί ο κόσμος δεν έφευγε.

"Να πούμε κατάληψη;" το συζητούσαν, προβληματίζονταν.

Εμείς πολύ συγχυζόμασταν, τσίριζα κι εγώ ποιος σας ρωτάει, βρε; ο κόσμος είναι εδώ, θα τον διώξετε;

Μετά πια το αποφάσισαν πως θα ήταν κατάληψη κι ανακοίνωσαν απ' τα μεγάφωνα πως θα γίνουν συνελεύσεις κατά σχολή.

Εμένα μου φάνηκε αίσχος αυτό. Κι ο κόσμος που δεν σπούδαζε; που δεν ήταν φοιτητές; Τα βρομόπαιδα του κερατά!

Μετά τους ζητούσαμε να δουλεύουμε εμείς έναν πολύγραφο που ήταν σε αχρηστία, υποσχεθήκαμε να ελέγχουν πρώτα εκείνοι τα συνθήματα,

αρκεί να βγαίνουν έξω περισσότερα φέιγ βολάν, αλλά δεν μας άφησαν.

Ναι, ήταν η Διεθνής Βιβλιοθήκη, ο Χρήστος ο Κωνσταντινίδης, η Σύλβια, όλοι οι γνωστοί, κι άλλοι, κοινοί θνητοί σαν εμένα, τον γκόμενό μου και την παρέα μας.

Είχαν φτιάξει το πανό "Κάτω η εξουσία", δίπλα στην κεντρική πύλη,φαίνεται σε πολλές φωτογραφίες.

Με τη Σύλβια γυρίζαμε και τις αίθουσες και γράφαμε συνθήματα, μαζί κι εκείνο το προβοκατόρικο για κάτι παρτούζες,

έτσι για πρόκληση, αν νόμιζαν ότι πήγαμε εκεί για χαβαλέ. κι εγώ έγραψα κι ένα άλλο, με κάτι μεγάλα γράμματα,

"φασισμός είναι κάθε είδους ... (δε θυμάμαι τη λέξη, λογοκρισίας;) και φίμωσης", κι η Λίκα με αποπήρε γιατί είχα γράψει τη φίμωση με υ,

αλλά εμένα μ' άρεσε το λάθος, γινόταν και αμφίσημο το σύνθημα. Μετά περνούσαν κι έσβηναν ό,τι γράφαμε εμείς στις αίθουσες κι αλλού.

Εκεί που γράφει ο Γιάννης "με το που είπαμε σε διαφόρους γύρω γύρω ..." πάει να πει ότι ο Γιάννης

- ναι, καλέ, ο Φελέκης. Εγώ κι ο δικός μου τότε κάναμε παρέα με τις αδερφές του και τον γαμπρό του,

μόλις είχε γυρίσει από κάτι εξορίες ο Γιάννης, ήταν νεαρός, λεπτός και ζωηρός, όλο νεύρο,

τον θυμάμαι απ' έξω στην Πατησίων να τα παίρνει με όποιον κράταγε ελληνική σημαία,

ήθελε να την ξεσκίσει και φώναζε "κάτω το σύμβολο της καταπίεσης" -

που λέτε ο περί ου ο λόγος Γιάννης, εκεί που είχα ζοχαδιαστεί με τις συνελεύσεις κατά σχολές,

και λέγαμε πως εμείς δεν πήγαμε εκεί για φοιτητικά αιτήματα,

με πήρε απ' το χεράκι κι αρχίσαμε να γυρνάμε μία μία τις αίθουσες και μπαίναμε μέσα και λέγαμε

"όποιος δεν έχει έρθει εδώ για φοιτητικά αιτήματα, να έρθει για συνέλευση στου Γκίνη".

Και πράγματι ήρθαν πολλοί, και έγινε το έλα να δεις να προσπαθούν όλο το βράδυ να βγάλουν ένα κείμενο κοινό όλοι μαζί,

κι άλλος έλεγε "εγώ είμαι διανοούμενος προλετάριος" - άκου τώρα, πρώτη φορά άκουγα τέτοιο πράγμα -

άλλος ετούτο κι εκείνο το θεωρητικό, δεν τα καταλάβαινα και καλά αυτά που έλεγαν,

πιο πολλή πλάκα μου φαινόταν πως είχαν οι μαοϊκοί, τέλος κατέληξαν σε ένα μανιφέστο προς τα ξημερώματα,

πάντως η συντονιστική των φοιτητών με τα πολλά είπε ότι τάχαμου ότι θα το τυπώσει, αλλά τελικά δεν το τύπωσε νομίζω.

Μετά την ολονυχτία, μόλις κατορθώνονταν το ακατόρθωτο, να συμφωνήσουν τροτσκιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί κι ό,τι άλλο

- ο Φελέκης ξέρει καλύτερα απ' αυτά - έκαναν ντου μέσα οι κνίτες και διέλυσαν τη συνέλευση, είχαν το έξοχο ταλέντο,

έφερναν τόση ταραχή που διαλύονταν τα πάντα.Το πρωί ήρθαν και εργάτες, κι εργατόπουλα,

κάτι παιδιά δίπλα μου αλλά και άλλοι παρά πέρα, σαν άκουσαν κάμποσο τις διάφορες θεωρητικούρες,

"τι λεν αυτοί;" σχολίαζαν, κι εμένα μου πέσανε τα μούτρα, γιατί ντράπηκα, είχα ένα δέος για την εργατιά,

που μπροστά της τα 'κλαναν οι μπάτσοι, κι είχα κι ενοχές, που ήμουνα από ευκατάστατη οικογένεια,

κι ο μπαμπάκας μου ο δεξιός μου τα ακουμπούσε για να σπουδάσω, και που οι προκομμένοι οι σύντροφοι

διανοούμενοι προλετάριοι τους έπρηξαν στην κουβέντα και τους έκαναν να νιώθουν αναλφάβητοι.

Ήταν διάφοροι που έλεγαν εμείς ήρθαμε να βοηθήσουμε, όχι να μιλάμε. Να πούμε πού θα πάμε, τι θα κάνουμε.

Πάντως στο τέλος κάποιοι ξεκίνησαν να πάνε στα εργοστάσια να ξεσηκώσουν τον κόσμο.

Μετά θυμάμαι που μας έφερναν απέξω ένα σωρό πράγματα, θυμάμαι που μέσα τα διάφορα παιδιά

τα οργάνωναν όλα αρκετά καλά, κουζίνες, ιατρεία,

Θυμάμαι απέξω ομίχλη τα δακρυγόνα, μπαμ μπουμ απ' ολούθε, όσοι ήταν εκεί έξω ιδίως τα βράδια,

το 'λεγε η καρδούλα τους, ένα τέτοιο βράδυ, μάλλον το τελευταίο, ένα κορίτσι απ' έξω μου 'δινε μισό λεμόνι,

σ' εμένα, μέσα απ' τα κάγκελα, λιώμα μ' έκανε,

εσύ το χρειάζεσαι περισσότερο, της λέω, εμείς από μέσα είχαμε και κάτι συσκευές με οξυγόνο,

καίγαμε και τα δακρυγόνα στις φωτιές, δεν ήταν αυτός ο χαμός που έβλεπες έξω.

Μετά, το τανκ κάθονταν μπροστά στην πύλη με τον προβολέα να μας στραβώνει, ο γκόμενός μου έτρωγε

ένα γκιουβέτσι, "καλά, πώς μπορείς και τρως;" του λέω, εμένα το στομάχι μου ήταν ανακατωμένο του κερατά,

''εγώ, όταν φοβάμαι, τρώω" λέει, και μετά ούτε ξέρω από πού μας ήρθε, δεν περιμέναμε ότι θα μπει το γαμημένο,

μέχρι τελευταία στιγμή λέγαμε δεν θα μπει,

μετά τρεχάλα, ο γκόμενος χάθηκε, ένα άλλο παιδί με είχε στο νου του αφού πηδήξαμε από το παράθυρο στη Στουρνάρη,

παραπαίαμε μία από δω, μία από κει, μία ένας φαντάρος μας πήγαινε προς Εξάρχεια,

άλλος μας κυνηγούσε με το όπλο του σε αντίθετη κατεύθυνση,

πάντως κάτι στρατιώτες μας έβγαλαν τελικά προς τα πάνω, ανάμεσα από γραμμή εκοφίτες και μπάτσους,

ο φίλος που μ' έσερνε απ' το χέρι μου φώναζε "πέτα το ξύλο, πέτα το ξύλο", είχα ξεχαστεί μ' ένα σανίδι στο χέρι,

το 'βλεπαν οι εκοφιτες κι αγρίευαν, τελικά έφαγε αυτός μια ξεγυρισμένη γκλομπιά στην πλάτη εξαιτίας μου,

μετά, δεν ξέρω, βγάλαμε τη νύχτα στο σκοτάδι, στριμωγμένα κάμποσα παιδιά σ' ένα δωμάτιο κάποιου σπιτιού.

Μετά, από φόβο μου, πέταξα απ' το σπίτι διάφορους δίσκους και τα βιβλία μου, τι Μαντέλ, τι διάφορα άλλα,

και μας μάζεψαν να μας κρύψουν για λίγο οι γονείς του γκόμενού μου, που στην αναμπουμπούλα μ' είχε κλάσει κι έτσι καλά.

Νά, αυτά από μένα για σας μόνο,

μια κι εγώ ... τέλος πάντων, σιγά, γιατί όλα τα παιδιά κι όλος ο κόσμος τότε, τι έκανε; το αυτονόητο.

Ακόμα κι αυτά τα σιχαμένα που πήγαιναν για να γίνουν μελλοντικά υπουργοί .

Όμως συγχύζομαι. Άκουσα, πήγαν εκεί φέτος άνθρωποι που τότε έφαγαν ξύλο, πέρασαν βασανιστήρια, Αη Στράτηδες,

και που ήταν ρε φίλε εκεί, στο πολυτεχνείο,

και δεν είναι ... ο Βορίδης, είναι συριζαίοι, φτου κακά, αλλά αυτό δεν αλλάζει την τότε ιστορία

και τους τσαλαπάτησαν τα λουλούδια και τους πέταξαν έξω κάτι καλόπαιδα,

που ούτε στο αρχίδι του μπαμπά τους δεν ήταν ακόμη τότε

κι ούτε τους ανήκει δικαιωματικά η ιστορία κι η εξέγερση εκείνη, για να την κάνουν ό,τι θέλουν αυτοί.

Μπορεί κι εμένα σαν θεσμικοί τώρα να μου κάθονται στο λαιμό, παλιοί γνωστοί ως και φίλοι, αλλά έτερον εκάτερον,

όχι κι έτσι, τα μνημόνιά μου μέσα, άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Αν είναι έτσι όπως τα 'κουσα, άι σιχτίρ, δεν είν' σωστό, ντροπή, λέω.

Εγώ εκεί πέρα στα λουλουδάκια δεν πηγαίνω - το απαίσιο κεφάλι το έχουν ακόμα; -

άντε, πέστε μου, τι να πάω να κάνω;

σας ασπάζομαι"

α

Θεματικές: 
Κατηγορίες: