Τί να κάνουμε

  • Δημοσιεύτηκε: Παρ, 16/12/2011 - 2:21μμ

Τί να κάνουμε

Α. Η επίθεση  

Μέσα σε ενάμιση χρόνο Μνημονίου, οι εργαζόμενοι έχασαν σχεδόν το 1/3 του πραγματικού μισθού τους. Η ανεργία προσεγγίζει –επίσημα- το 20%, ενώ στους νέους εργαζόμενους και τις γυναίκες είναι υπερδιπλάσια. Η επισφάλεια, η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, η διαρκής απειλή της απόλυσης κυριαρχούν τόσο στον ιδιωτικό, όσο πια και στον –πάλαι ποτέ- δημόσιο τομέα. Η δημόσια υγεία ιδιωτικοποιείται και μετατρέπεται σε κερδοφόρα επιχείρηση. Τα πανεπιστήμια εκποιούνται, τα δημόσια σχολεία συγχωνεύονται για να μείνουν στη συνέχεια χωρίς βιβλία και εκπαιδευτικούς. Οι μετανάστες έχουν επιστρέψει στη μεγάλη πλειοψηφία τους στην ομηρία της παρανομίας, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται στα σύνορα ως στρατιωτικός εχθρός, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ως εργαλεία και ως δείκτες του συσχετισμού στους κοινωνικούς αγώνες, υποχωρούν καθημερινά. Η Αστυνομία είναι η μόνη κρατική υπηρεσία που ενισχύεται, μαζί ίσως με το Στρατό, καθώς οι κραυγές για εθνικές απειλές προσπαθούν να καλύψουν το θόρυβο του διαρκούς εσωτερικού πολέμου.

Ο κατάλογος των διαπιστώσεων θα μπορούσε να συνεχιστεί για σελίδες, χωρίς ακόμα να αποτυπώνει με ακρίβεια τη συγκυρία: άλλωστε, η επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία και ολόκληρη την κοινωνία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και αυτό που μέχρι χθες φάνταζε αδιανόητο, σήμερα θεωρείται αυτονόητο. Ένας ιδιαίτερος συνδυασμός παραγόντων -ανάμεσά τους η πρόσφατη ιστορική υποχώρηση των εργατικών κινημάτων και των συλλογικών χώρων, η εικοσαετής οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η βαθειά κρίση υπερσυσσώρευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού (την οποία επιτάχυνε η ίδια νεοφιλελεύθερη διαχείριση), η κρίση του κρατικού χρέους που εντάθηκε τόσο από την ύφεση, όσο και από τις απαλλαγές και τις χαριστικές ρυθμίσεις για το κεφάλαιο που δόθηκαν πάλι στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της ύφεσης- έχει διαμορφώσει ένα εκρηκτικό περιβάλλον, στο οποίο η ταξική πάλη δεν διεξάγεται πια με το γάντι, αλλά με κάθε δυνατό μέσο. Η κρίση χρέους της Ελλάδας μοιάζει σαν ένα πείραμα παγκόσμιας εμβέλειας: οι δυνάμεις του κεφαλαίου αναζητούν διέξοδο από την κρίση, επιστρατεύοντας τις πιο βίαιες μεταρρυθμίσεις, εφαρμόζοντας κατά γράμμα το δόγμα του σοκ: όσο πιο ακραία, όσο πιο γρήγορα, όσο πιο βίαια.

 

Οι κοινωνικοί αγώνες

Οι παραπάνω μονομερείς επιθέσεις θα ήταν προφανώς αδύνατες, αν συναντούσαν απέναντι μια οργανωμένη εργατική τάξη και ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα. Ωστόσο, οι κοινωνικοί χώροι, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, τα κινήματα στην Ελλάδα, όπως σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν από μια περίοδο εικοσαετούς ήττας και υποχώρησης. Οι σημαντικές μάχες που δόθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα ως το κίνημα του Άρθρου 16, δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τη ροή των πραγμάτων (αν και κατάφεραν ωστόσο, κάτι πολύ σημαντικό, να αποσταθεροποιήσουν τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, οξύνοντας τα κρισιακά φαινόμενα).

Για αυτή την αδυναμία, σαφείς είναι ευθύνες της πλειοψηφικής ηγεσίας των μεγάλων συνδικάτων, και ιδιαίτερα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, που, παραδομένες εδώ και χρόνια στο γραφειοκρατικό εκφυλισμό, τον κυβερνητισμό ή ακόμα και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, ούτε θέλουν, αλλά ούτε μπορούν να οργανώσουν την αντίσταση της εργατικής τάξης και να εμπνεύσουν τους εργαζόμενους και τα κοινωνικά κινήματα. Η συνδικαλιστική συμμετοχή όλο και περιορίζεται, όχι μόνο εξαιτίας της γραφειοκρατίας, αλλά και της αδυναμίας ή και της συνειδητής άρνησης των ηγεσιών των συνδικάτων να συμπεριλάβουν το νέο κόσμο της εργασιακής επισφάλειας.

Πέρα, ή και ενάντια, στην αστικοποιημένη ηγεσία των συνδικαλιστικού κινήματος, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί πολλές και σημαντικές εργατικές αντιστάσεις: συγκροτήθηκαν σωματεία ή άλλες μορφές αυτοοργάνωσης σε εργασιακούς χώρους με χαμηλή συνδικαλιστική κάλυψη, έγιναν τοπικοί αγώνες με μεγάλη συμβολική σημασία, αναπτύχθηκαν κινήματα αλληλεγγύης, με κορυφαίο παράδειγμα το παράδειγμα της Κ. Κούνεβα.

Παράλληλα, μέσα από τις κοινωνικές αντιθέσεις πήγασαν νέες κινηματικές δομές αυτοοργάνωσης, όπως συνελεύσεις γειτονιών, στέκια, καταλήψεις και κοινωνικά κέντρα, δίκτυα έμπρακτης αλληλεγγύης, «θεματικές» κινηματικές πρωτοβουλίες, που κατάφεραν να δώσουν μικρότερες ή μεγαλύτερες κινηματικές μάχες και να συσπειρώσουν κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται, να οργανώσουν κινήματα πολιτικής ανυπακοής και άρνησης πληρωμής, αλλά και αναζητούν νέους δρόμους συλλογικοποίησης και συγκρότησης εναλλακτικών δομών έξω από τις κυρίαρχες σχέσεις του εμπορεύματος και της αστικής εξουσίας.

Ταυτόχρονα, με υπόβαθρο την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, οι λαοί και οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο δημιούργησαν μια σειρά από κινήματα διεθνούς εμβέλειας και –ως ένα βαθμό- διεθνιστικού προσανατολισμού. Οι εξεγέρσεις του αραβικού κόσμου, το κίνημα των αγανακτισμένων στην Ισπανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες από την Αγγλία ως τις χώρες του Νότου, το κίνημα «Καταλάβετε την Wall Street» και οι διάφορες εκδοχές του ανά τον κόσμο, η ένταση των κοινωνικών αγώνων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής -όπως η Χιλή-, αλλά και της Ανατολής, αξιοποιώντας και την εμπειρία της προηγούμενης περιόδου του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και των Κοινωνικών Φόρουμ, δημιούργησαν την αίσθηση ενός παγκόσμιου κινήματος όπου το κάθε κίνημα εμπνέεται και τροφοδοτείται από τα υπόλοιπα.

Σε αυτό το τοπίο, ήρθε η απότομη επιτάχυνση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, μέσα από την πολιτική του Μνημονίου και η αντίστοιχη ένταση των κοινωνικών αγώνων. Η αντίσταση στο Μνημόνιο απλώθηκε σε πολλά μέτωπα, τοπικά και εργασιακά, και επικεντρώθηκε γύρω από τις κορυφαίες στιγμές των μεγάλων γενικών απεργιών και του κινήματος των πλατειών.

Τελικά, παρά τις μεγάλες αδυναμίες, οι γενικές απεργίες και τα μεγάλα απεργιακά συλλαλητήρια, οι πλατείες και οι αποκλεισμοί, η ολόψυχη συμμετοχή της όλης πολιτικής αριστεράς, οι μικρότερες, τοπικές κινητοποιήσεις, τα κινήματα ανυπακοής, οι μορφές αυτοργάνωσης, όλα από κοινού –ακόμα και όταν δεν υπήρχε συνειδητός και σχεδιασμός συντονισμός- κατάφεραν να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση και τη μνημονιακή οικονομική πολιτική, οδηγώντας στην τωρινή πολιτική κρίση της αστικής διαχείρισης.

Η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε όλο αυτό το διετές διάστημα της μνημονιακής πολιτικής το βασικό κινηματικό όχημα για μεγάλο μέρος του κόσμου της (πλην ΚΚΕ) αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων αλλά και των ανεξάρτητων σωματείων. Κατάφερε να οργανώσει από μόνη της σημαντικές και αναγκαίες κινητοποιήσεις, ενώ στις ημέρες των μεγάλων απεργιών, συσπείρωνε στο δρόμο, πέρα από την αριστερά, αρκετές χιλιάδες απεργούς εργαζόμενους.

Ταυτόχρονα όμως, στο εσωτερικό της, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει ούτε τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά που αντιστοιχουν στο όνομά της: στην πράξη λειτούργησε κυρίως ως ένας χώρος στοιχειώδους συντονισμού κομματιών της αριστεράς (αν και αυτό πολλές φορές με προβληματικό, αντισυντροφικό τρόπο), παρά ως ένας χώρος συνάντησης, ώσμωσης και συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων. Οι διαδικασίες ποτέ δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο της διαπαραταξιακής αντιπαράθεσης ή/και συνεννόησης, και ποτέ δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν χώρους υποδοχής τόσο για νέα σωματεία (παρά τις συνεχείς και ειλικρινείς προσπάθειες όλων) όσο και για εργαζόμενους και ανέργους χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη.

Το κίνημα των πλατειών αποτέλεσε μια ελπιδοφόρα, αυθόρμητη λαϊκή έκρηξη. Παρά τα αντιφατικά χαρακτηριστικά και την εξάρτησή του από πυρηνικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας (όπως γίνεται άλλωστε με όλα τα μαζικά κινήματα), η σύνθεση και η στόχευση του κινήματος απέδωσε ένα κοινωνικά ταξικό πρόσημο και ένα πολιτικά ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Επικαθορίζοντας, στο βαθμό βέβαια που του αντιστοιχεί, τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις για αρκετούς μήνες, υπέδειξε τη δυνατότητα συγκρότησης κινηματικών δομών που θα εκφράζουν με έμπρακτο τρόπο την κοινωνική αγανάκτηση, θα οργανώνουν επιτυχημένες, μαζικές κινητοποιήσεις, και –το κυριότερο- θα αναζητούν και θα δημιουργούν τις δικές τους συνελευσιακές διαδικασίες, εξασφαλίζοντας την αδιαμεσολάβητη, ενσώματη συμμετοχή του κάθε πολίτη στις διαδικασίες λήψης απόφασης, και άρα τη δυνατότητα διάρκειας και ριζοσπαστικοποίησης. Αναμφισβήτητα, οι κορυφαίες στιγμές της προηγούμενης περιόδου ήταν όταν το κίνημα των πλατειών συναντήθηκε με την οργανωμένη εργασία, κατά τη διάρκεια των πανεργατικών απεργιών στις 15 και 28-29 Ιούνη.

Τα βασικά χαρακτηριστικά που ανέδειξε το κίνημα των πλατειών όπως η ανάγκη για ενσώματη, αδιαμεσολάβητη συμμετοχή, η άμεση δημοκρατία της συνέλευσης, η τοπικότητα, η κριτική στην υποκατάτασταση από την αριστερά, αλλά και οι δυνατότητες που δημιουργούνται όταν οι πρωτοβουλιακές συνελευσιακές δομές συναντιώνται με τις οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις, επιτάχυναν όχι μόνο τις πολιτικές, αλλά και τις κινηματικές εξελίξεις, υποδεικνύοντας κοινωνικές ανάγκες, αλλά και ενδιαφέρουσες πρακτικές και κατευθύνσεις.

 

Κρίση διαρκείας

Οι κοινωνικοί αγώνες, αλλά και οι αντιφάσεις που προκαλεί τόσο η καπιταλιστική κρίση όσο και η κυρίαρχη νεοφιλευλεύθερη διαχείρισή της, οδήγησαν στη σημερινή αποσταθεροποίηση της αστικής ηγεμονίας και πολιτικής διαχείρισης. Το προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης δείχνει –προς το παρόν- να εξαντλεί τις δυνατότητές του και η αστική τάξη, μέσα από ένα σαφή και συνειδητό ταξικό λόγο, κατασκευάζει και επιστρατεύει διαρκώς νέες διαδοχικές εφεδρείες. Έτσι, η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έδωσε τη θέση της στη νέα κυβέρνηση της ενωμένης Δεξίας, μια εξέλιξη που μάλλον δεν θα περιοριστεί μέχρι τις ερχόμενες εκλογές. Σε αυτό το ρευστό πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, όλα τα ενδεχόμενα είναι πιο ανοιχτά από ο,τι ποτέ τα τελευταία χρόνια, από ακραίες αντιδημοκρατικές και αυταρχικές λύσεις ως ελπιδοφόρες πολιτικές ανατροπές.

Όποιες και να είναι όμως οι εξελίξεις, το πιο πιθανό είναι ότι, στον άμεσο τουλάχιστον χρονικό ορίζοντα του ερχόμενου χειμώνα, τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας θα παραμείνουν η κρίση και η επιθετικότητα του κεφαλαίου. Σε όποιο πολιτικό πλαίσιο και να οδηγήσει η πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης και τα κοινωνικά κινήματα, θα συνεχίσουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών και ο κοινωνικός ανταγωνισμός, τουλάχιστον από την πλευρά των κυρίαρχων, θα παίρνει όλο και πιο άμεσες μορφές.

Το πιο άμεσο και απτό αποτέλεσμα της κρίσης, πολύ πριν από τις δυνατότητες ανατροπής, είναι η ανεργία, η φτώχεια, η απώλεια της αξιοπρέπειας, η καθίζηση της ποιότητας της ζωής, ακόμα και ο κίνδυνος για την ίδια τη ζωή. Η κρίση έτσι, σε συνδυασμό πάντα με την επιθετικότητα του κεφαλαίου και των –όποιων- αστικών κυβερνήσεων έρθουν, σμπρώχνει –κατ’ αρχήν- εργαζόμενους και κοινωνία στην απελπισία, την κατάθλιψη, την εξατομίκευση. Η αντιστροφή αυτής της τάσης σε μια προσπάθεια συλλογικής αντιμετώπισης και κοινωνικής αντίστασης, προϋποθέτει αποτελεσματικές κινηματικές δομές και πρακτικές.

Κατά συνέπεια, τα κοινωνικά κινήματα χρειάζονται δομές οργάνωσης που να απαντούν στις ανάγκες της στιγμής και να διαθέτουν ταυτόχρονα προοπτική διάρκειας και συνέπειας. Να οργανώνουν τις άμεσες κινηματικές απαντήσεις, αλλά και να δουλεύουν σε βάθος χρόνου για την ανάταξη των κοινωνικών, συλλογικών χώρων. Και το δυσκολότερο: να συνδυάζουν το μερικό με το συνολικό. Η επίθεση του κεφαλαίου καλύπτει κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής και για κάθε κοινωνικό δικαιώμα που χάνεται, κάθε κοινωνικός χώρος που πλήττεται οφείλει να δόσει, και δίνει, τις δικές μάχες. Κανένα κίνημα όμως δεν μπορεί από μόνο του να αντιμετωπίσει νικηφόρα αυτή την επίθεση - πόσο μάλλον να οργανώσει τη δική του αντεπίθεση: καμία 24ωρη κλαδική απεργία, κανένας μεταναστευτικός αγώνας, καμία κινητοποίηση για το πάρκο της γειτονίας δεν μπορεί να νικήσει αν δεν συναντηθεί με άλλους αγώνες, αν δεν βρει αλληλεγγύη από άλλους αγωνιζόμενους χώρους.

 

Β. Να οργανώσουμε την αντίσταση, την ανυπακοή, την αλληλεγγύη

Ξεκινώντας από τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορούμε να σκεφτούμε πάνω στις κινηματικές δομές που έχουμε ανάγκη. Πρώτα από όλα, δεν υπάρχει μία συνταγή και είναι δύσκολο ακόμα και να βρούμε μία προτεραιότητα. Χρειαζόμαστε ταυτόχρονα ποίκιλες μορφές κοινωνικής και κινηματικής οργάνωσης: κάθε πρωτοβουλία που συμβάλλει στην ανάταξη των κοινωνικών χώρων, τη συλλογικοποίηση, την ενότητα στο κίνημα, τη συμμετοχή είναι αυτή τη περίοδο ισότιμα χρήσιμες. Πρωτοβάθμια σωματεία, εργατικές πρωτοβουλίες και σχήματα, συνελεύσεις στις γειτονιές, στέκια, δίκτυα αλληλεγγύης, οι υπαρκτές κινηματικές μας πρωτοβουλίες είναι όλα εξίσου σημαντικά στην οργάνωση της αντίστασης και της αλληλεγγύης.

Από την άλλη, η ένταση του κοινωνικού ανταγωνισμού και η επικέντρωση στην κεντρική αντιπαράθεση απέναντι στην κυβέρνηση και τη μνημονιακή πολιτική, επιβάλλει αναγκαστικά τη σύγκλιση: θέλουμε διαδικασίες που να βοηθάνε το συντονισμό και την κοινή δράση όλων των αποκεντρωμένων κινηματικών δυνάμεων, γύρω από τα κεντρικά ζητήματα της συγκυρίας. Η λογική, που ήδη δοκιμάστηκε από τα Κοινωνικά Φόρουμ, ενός κοινωνικού χώρου συνάντησης και ώσμωσης, όπου κάθε κίνημα και κάθε συλλογικότητα θα συνεισφέρει τη δική της οπτική και τη δική της δυναμική, σαν μια ψηφίδα σε ένα ενιαίο μέτωπο αντιπαράθεσης με την κυριάρχη πολιτική, μπορεί σήμερα να επανέλθει, εμπλουτισμένη από την προηγούμενη εμπειρία και προσανατολισμένη στα επείγοντα καθήκοντα της συγκυρίας.

Πρώτος στόχος, παραμένει η οργάνωση της αντίστασης απέναντι στην εντεινούμενη επιθετικότητα του κεφαλαίου, η οποία αντιστοιχίζεται σε όλο και πιο αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές μορφές κυβερνητικής διαχείρισης. Κεντρικό ζητούμενο της επόμενης περιόδου παραμένει η οργάνωση των μεγάλων κινηματικών ραντεβού, των ερχόμενων γενικών απεργιών και των λαϊκών συλαλλητηρίων, η δημιουργική συνέχεια του κινήματος των πλατειών, η όξυνση και η κοινωνική πλαισίωση των εργατικών αγώνων ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών, το πλάτεμα των αντιστάσεων σε κάθε εργασιακό χώρο και σε κάθε γειτονιά. 

Κομβικό σημείο σε αυτές τις διαδικασίες αποτελούν τα κινήματα πολιτικής ανυπακοής και άρνησης πληρωμών. Όπως έκαναν και το προηγούμενο διάστημα, μπορούν να συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση της λιτότητας, στην άμεση οικονομική ανακούφιση των εργαζομένων, αλλά και στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Η ανοιχτή πρόσκληση προς την κοινωνία να αρνηθεί να πληρώσει τους νέους φόρους αποτελεί έτσι βασικό στόχο του κινήματος. Προϋποθέτει ωστόσο την ευρύτερη δυνατή κάλυψη των πολιτών που θα συμμετάσχουν, την καλύτερη δυνατή πολιτική και νομική τους υποστήριξη απέναντι στην εντεινούμενη καταστολή.

Εξίσου όμως σημαντική με την αντίσταση είναι η οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η άμεση, έμπρακτη κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι στην κρίση και τις συνέπειες της, μπορεί να δείξει ότι η συλλογικότητα αποτελεί απάντηση, να αναστρέψει την τάση για κοινωνική κατάθλιψη και εξατομίκευση και να ανοίξει το δρόμο για την αντίσταση και την ανατροπή. Για να μπορεί η κοινωνία να συνεχίσει τους αγώνες, πρέπει να μπορεί να μείνει όρθια και να μην φτάσει στην εξατομικευμένη εξαθλίωση. Αν τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορούν να σώσουν όλη την κοινωνία από την πείνα (την έλλειψη φαρμακευτικής περίθαλψης, στέγης, εκπαίδευσης κοκ), μπορούν να ανακουφίσουν κάποιες κοινωνικές ομάδες και να υποδείξουν το δρόμο σε όλη την κοινωνία, λειτουργώντας ως πρότυπο συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης.  

Η έμπρακτη κοινωνική αλληλεγγύη δεν πρέπει, και δεν μπορεί, να υποκαταστήσει το καταρρέον κράτος πρόνοιας, ούτε να καλύψει το κράτος στις δικές του υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία. Αν το κάνει, κατρακυλά στη φιλανθρωπία και καθηλώνει, αντί να επιταχύνει, τις κοινωνικές διεργασίες. Η αλληλεγγύη, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, είναι ανεξάρτητη τόσο από το κράτος, τα προγράμματα και τις επιδοτήσεις, όσο και από το κεφάλαιο και χορηγείες. Στηρίζεται στην αλληλεγγύη της κοινωνίας και των εργαζομένων, συνδέεται άμεσα με κινηματικές πρωτοβουλίες και συνδυάζει την υποστήριξη με την αντίσταση. Στοχεύει στη συμμετοχή, την αυτοοργάνωση, την κινητοποίηση των ίδιων των υποκειμένων, και όχι στη διαιώνιση της εξάρτησής τους από τη φιλανθρωπία. 

Σε αυτή την κατεύθυνση, έχουν γίνει, πολλές φορές και με σημαντική και τη δική μας συμβολή κάτι για το οποίο είμαστε πολύ περήφανες, σημαντικά εγχειρήματα, όπως τα σχολεία μεταναστών και ενισχυτικής διδασκαλίας, ο «Ξενώνας Προσφύγων», το «Κοινωνικό Ιατρείο», οι καταλήψεις στέγης όπως η «Επιβίωση», οι κουζίνες και τα συσσίτια, τα χαριστικά παζάρια και τα δίκτυα αχρήματης ανταλλαγής, τα στέκια μεταναστών και τα κοινωνικά κέντρα. Η εμπειρία από αυτά μπορεί να αξιοποιηθεί για τη διεύρυνση και τον πολλαπλασιασμό, σε κλίμακα γειτονιάς.

Η δικτύωση, η αλληλοϋποστήριξη, ο συντονισμός και η κοινή προβολή των εγχειρημάτων αυτών, και όσων προκύψουν, μπορεί να βοηθήσει στη διευρύνση και τον πολλαπλασιασμό και –ακόμα περισσότερο- στην κοινωνική ορατότητα και άρα την πολιτική δραστικότητα της κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

Πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο

Για να προκύψει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά κάποιο κινηματικό εγχείρημα ανασύνθεσης, χρειάζεται ένα πολιτικό πλαίσιο που θα συνενώνει τις διαφορετικές κινηματικές οπτικές, επικεντρώνοντας στη συνολική αντιπαράθεση με την πολιτική της κυβέρνησης (και των άλλων κομμάτων εξουσίας), της τρόικας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα πλαίσιο που θα συμβάλλει στη συνάντηση των κινημάτων, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα αυτής ή της άλλης κατεύθυνσης, αλλά ταυτόχρονα θα παρακινεί στη συνέχιση και την εμβάθυνση της πολιτικής κουβέντας στους κοινωνικούς χώρους, στη ριζοσπαστικοποίηση των προταγμάτων και τη συνολικοποίηση των μερικών αιτημάτων.

Το πλαίσιο αυτό μπορεί να πατήσει στις -ήδη αποδεκτές και δοκιμασμένες στο μαζικό κίνημα των απεργιών και των πλατειών- θέσεις που συμπυκνώνονται στα 3 «Δεν»: «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Οι εργαζόμενοι δεν αναγνωρίζουν ως δικό τους το χρέος που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Αντιστέκονται στην εκποίηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο της δημόσιας εκπαίδευσης, της δημόσιας υγείας και της δημόσιας υπηρεσίας, στη διάλυση του κοινωνικού κράτους, στην κατάργηση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Και στην πράξη, αρνούνται να πληρώσουν άμεσα και έμμεσα, μέσα από τις μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, τις αυξήσεις των φόρων και την ακρίβεια, για την κρίση, το χρέος ή τα κέρδη του κεφαλαίου. Τα 3 «Δεν» συμπληρώνονται από τις βασικές εργατικές διεκδικήσεις για αξιοπρεπή μισθό και συνθήκες εργασίας, κοινωνική ασφάλιση και συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενάντια στο φάσμα της ανεργίας και της επισφάλειας, την κοινωνική εξίσωση των μεταναστών, την αντιπαράθεση στην κρατική καταστολή, την πάλη ενάντια στην οικολογική κρίση.

Ταυτόχρονα όμως, γνωρίζουμε ότι η υπεράσπιση των παραπάνω αιτημάτων, άρνηση του χρέους και η υπεράσπιση δημόσιων αγαθών, προϋποθέτει σήμερα ένα σύνολο πολιτικών επιλογών, όπως η κρατικοποίηση επιχειρήσεων, η δήμευση περιουσιών κοκ, που υπερβαίνουν το σημερινό πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης ή ακόμα και το σημερινό πλαίσιο κυριάρχων κοινωνικών σχέσεων, ανοίγοντας το θέμα της μετάβασης σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση, πέρα και ενάντια από την καπιταλιστική κυριαρχία, όπως εκφράζεται σήμερα από την εργοδοσία, την κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Σήμερα, τα ερωτήματα που προκύπτουν από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό υπερβαίνουν πια τον προσδιορισμό γραμμών αντίστασης ή αιτημάτων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, όπως η ένταξη στη ζώνη του Ευρώ, ακόμα και την ίδια αστική κυριαρχία. Η οριακή κρίση της αστικής διαχείρισης καθιστά σήμερα εφικτή και αναγκαία τη συζήτηση για την ανατροπή του καπιταλισμού και την αναζήτηση ενός μεταβατικού προγράμματος προς μια κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς βέβαια τα αποτελέσματα αυτής της συζήτησης να μπαίνουν ως προϋποθέσεις για την κοινή, κινηματική δράση.

Σε αυτή τη συζήτηση, καταθέτουμε τα προτάγματα και τα οράματα της δικής μας, αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής και δημοκρατικής αριστεράς: η απελευθέρωση από όλες τις μορφές ταξικής, πατριαρχικής, εθνικής ή φυλετικής κυριαρχίας, η άμεση δημοκρατία και η αυτοοργάνωση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, η αναδιοργάνωση της υλικής παραγωγής στη βάση της αυτοδιαχείρισης, της ποιότητας και της διαρκούς βελτίωσης της σχέσης με τη φύση, η «ίση ελευθερία» και η «ελεύθερη ισότητα».  

 

Πρόταση προς τα κινήματα

Ανακεφαλαίωνοντας όλα τα παραπάνω, πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε ενωτικές, κινηματικές πρωτοβουλίες που να λειτουργούν ως τόποι συνάντησης και κοινής δράσης των κοινωνικών αντιστάσεων. Να έχουν τη δυνατότητα να εντάσσουν κοινωνικούς χώρους, συγκροτημένες κινηματικές και πολιτικές συλλογικότητες, σεβόμενες την ιδιαιτερότητα και την αυτονομία τους, και να δημιουργούν ταυτόχρονα φιλόξενους χώρους υποδοχής των εργαζόμενων και των ανέργων που δεν διαθέτουν κάποια άλλη δυνατότητα συμμετοχής. Να υιοθετούν συνελευσιακές διαδικασίες, άμεσης ενσώματης συμμετοχής, που θα συνδυάζει δημιουργικά και συντροφικά τη δυνατότητα ατομικής συμμετοχής με την προτεραιότητα των κοινωνικών συλλογικών χώρων. Η εμπειρία μας από προηγούμενα αντίστοιχα εγχειρήματα, όπως τα Κοινωνικά Φόρουμ δείχνει ότι μια τέτοια μορφή οργάνωσης, παρά τις αναπόφευκτες αντιφάσεις που γεννά, όχι μόνο γίνεται, αλλά παράγει και ενδιαφέρουσες δυναμικές.  

Σε αυτή την κατεύθυνση, οφείλουμε να σεβαστούμε και να αξιοποιήσουμε τα υπαρκτά κινηματικά εγχειρήματα, όπως η ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, αξιολογώντας τις δυνατότητες και τις σημερινές τους αδυναμίες. Μέσα από τη διεύρυνσή με άλλους αγωνιζόμενους κοινωνικούς χώρους και κινηματικές πρωτοβουλίες, ή μέσα από την εκ νέου δημιουργία τέτοιων χώρων (ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε πόλης), επιδιώκουμε τη συγκρότηση ενός ευρύτερου συντονισμού των κοινωνικών αντιστάσεων που θα μπορεί να αναλαμβάνει πολιτικές και κινηματικές δράσεις, να στηρίζει με έμπρακτο τρόπο τα κινήματα ανυπακοής, όπως η άρνηση πληρωμών, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη, κάλυψη και προστασία όσων εφαρμόσουν τις πρακτικές της ανυπακοής, να στηρίζει τα υφιστάμενα και να δημιουργήσει νέα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, προβάλλοντας έτσι συλλογικές λύσεις στα κοινωνικά και ατομικά αδιέξοδα που φέρνει η κρίση και η κυρίαρχη πολιτική, να οργανώνει την αλληλεγγύη των εργαζομένων και των κινημάτων απέναντι στην εντεινόμενη κρατική καταστολή, η οποία εκφράζεται πια σε κάθε κινητοποίηση.

Κατηγορίες: