Κείμενο Δικτύου για Νομική και Μετανάστες
«Να σπιρουνιάσουμε το ψωράλογο της ιστορίας…»
Μαγιακόφσκι
Πολλά ειπώθηκαν αυτές τις μέρες για την οργάνωση της απεργίας πείνας των μεταναστών εργατών, και την αλληλεγγύη σε αυτήν. Πολλές φορές η συζήτηση έχασε το κέντρο της, δηλ. την υπεράσπιση της απεργίας πείνας, και του ασύλου όπως προέκυψε, με αποτέλεσμα και κομμάτια της αριστεράς, αντί να απαντήσουν στην τρομοκρατία των ΜΜΕ και της κυβέρνησης, να εκδηλώνουν μια γενική συμπάθεια για τους μετανάστες και να πασχίζουν να εξασφαλίσουν τη μη κατάχρηση του ασύλου (!!). Δεν θα σταθούμε στα φαιδρά επιχειρήματα περί άγνοιας. Το θέμα ήταν γνωστό από καιρό και το ήξεραν όλοι. Και η υποστήριξη του αγώνα των μεταναστών, ειδικά όταν οι ίδιοι τοποθετούνται με τόσο αποφασιστικό τρόπο, δεν μπορούσε να γίνει με εξαγγελίες αλλά επέβαλε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Το άσυλο, δε, είναι κοινωνική κατάκτηση και όχι θερμοκήπιο για ιδέες, κινδυνεύει από αυτούς που αποφασίζουν την άρση του και το καταλύουν, δεν κινδυνεύει ούτε από μετανάστες, ούτε από αγωνιστές, ούτε από φοιτητές, ειδικά ένα άδειο κτίριο.
Το κίνημα αλληλεγγύης άκουσε επίσης πολύ συκοφάντηση τις τελευταίες μέρες για πολιτικά σχέδια διάσπασης του αγωνιστικού μετώπου, για αποπροσανατολισμό του κινήματος, για το ότι οι αλληλέγγυοι λειτούργησαν «αντικειμενικά» ως προβοκάτορες. Το δε ΚΚΕ επιδόθηκε σε ξεκάθαρο χαφιεδισμό μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη. Επειδή όμως η συζήτηση πρέπει να γίνεται με άλλο ήθος και να θέτει άλλα περιεχόμενα, θέλουμε να αντιπαραβάλλουμε τα εξής:
1. Η κριτική ότι οι αλληλέγγυοι δεν επέδειξαν υπεύθυνη στάση απέναντι στους μετανάστες έχει ως υποκείμενη αντίληψη τη θεωρία της υποκίνησης, την οποία το κράτος και η ακροδεξιά αξιοποίησαν στο έπακρο. Όταν όμως και η ίδια η Αριστερά την αποδέχεται βαφτίζοντας τους αλληλέγγυους «αυτόκλητη πρωτοπορία» και υπονοώντας ότι οι μετανάστες είναι απλά υποκινούμενα, ανησυχούμε και εξοργιζόμαστε. Διότι η Αριστερά θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το κίνημα για τα δικαιώματα των μεταναστών έχει πραγματικά υποκείμενα. Κι αυτά δεν περιορίζονται μόνο στους Έλληνες αντιρατσιστές, αλλά περιλαμβάνουν πλήθος μεταναστευτικών συλλογικοτήτων που δρουν χρόνια και ο αγώνας τους ωριμάζει μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ταξικής πάλης και της συγκυρίας. Γιατί ξενίζει τόσο πολύ η επιλογή της έσχατης μορφής πολιτικής διαμαρτυρίας, όταν η νομιμοποίηση, συναρτημένη με τη νόμιμη εργασία και τα ένσημα, που μέχρι τώρα αποτελούσε μια μερική έστω κατάκτηση, δείχνει πλέον άφταστο όνειρο για όλους στο περιβάλλον της κρίσης;
Την ακραία εκδοχή του επιχειρήματος διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη της 30ης Ιανουαρίου «Τότε (τον Δεκέμβρη του 2008) έστελναν 13χρονα παιδιά να κάνουν έφοδο στα αστυνομικά τμήματα, τώρα με τη στάση τους αντικειμενικά εγκλώβισαν τους μετανάστες και τους έφεραν αντιμέτωπους με τις διμοιρίες των ΜΑΤ». Πρόκειται για κραυγαλέα συκοφάντηση του κινήματος και των υποκειμένων των αγώνων, για φοβική αντιμετώπιση κάθε αγωνιστικής διεργασίας που δεν ελέγχεται από το (αυτόκλητο) κόμμα της πρωτοπορίας. Προφανώς, δεν μοιραζόμαστε ούτε την ίδια αντίληψη πολιτικής υπευθυνότητας ούτε και την ίδια πρόθεση να ασκήσουμε ρόλο «προστασίας» απέναντι στο κίνημα.