ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΤΕ! (Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014!)

  • Δημοσιεύτηκε: Τρί, 15/04/2014 - 6:46μμ

Οι τελευταίες φλούδες από το, έτσι κι αλλιώς προ πολλού ξεραμένο φύλλο συκής της αστικής δημοκρατίας, πέφτουν. Ο βασιλιάς αποκαλύπτεται γυμνός και αποκρουστικός. Δουλικός απέναντι στην Τρόικα, το εγχώριο και το διεθνές κεφάλαιο, ανάλγητος απέναντι στους φτωχούς και τους ανυπότακτους. Χέρι χέρι με το πολυνομοσχέδιο, τη διάλυση του ΕΟΠΥΥ, τις χιλιάδες απολύσεις, την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, η καταστολή των εργατικών αγώνων, τα πογκρόμ κατά αναρχικών, η τρομοϋστερία, οι δολοφονίες κατά μεταναστών και προσφύγων στο Αιγαίο αλλά και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το νέο νομοσχέδιο για τις φυλακές, που ετοιμάζει την εξορία μέσα στη φυλακή, την ψυχική και φυσική εξόντωση των πολιτικών κρατουμένων, την κατατρομοκράτηση των υπόλοιπων φυλακισμένων, αλλά και κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου.

Η καταστολή αποτελεί το τελευταίο επιχείρημά τους. Μπορεί να διώκουν τη Χρυσή Αυγή, αλλά υιοθετούν όλο και περισσότερο την ατζέντα της, μπορεί να συλλαμβάνουν τους υπαίτιους της εν ψυχρώ δολοφονίας του αλβανού κρατούμενου Ίλι Καρέλι, αλλά εξαπολύουν τη βαρβαρότητα στις φυλακές και όχι μόνο που θα προκαλέσει πολλές τέτοιες δολοφονίες. Είναι ακροδεξιοί, οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά. «Είναι γεννημένοι αντικομμουνιστές», όπως δήλωσε ο απελθών Μπαλτάκος. Και όσο πλησιάζουν οι εκλογές, πολλώ δε μάλλον αν το αποτέλεσμά τους είναι αρνητικό για αυτούς, θα γίνονται χειρότεροι και σκληρότεροι. Ούτως ή άλλως, η «κυβερνητική δημοκρατία» και το καθεστώς εξαίρεσης δικαιωμάτων είναι ήδη εδώ: πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πολιτικές επιστρατεύσεις απεργών, ειδικές συνθήκες κράτησης (χωρίς δικαιώματα) για μετανάστες χωρίς χαρτιά και πολιτικούς κρατούμενους, ακόμα και υπόδικους. Στη «νομιμότητα χωρίς νόμο» και στο «δίκαιο του εχθρού» που εφαρμόζουν οι άρχοντες δεν χωρούν διορθώσεις και «δημοκρατικά νιαουρίσματα». Ένας τρόπος υπάρχει: Να βάλουμε τα δυνατά μας να τους ανατρέψουμε!

Αναμφίβολα αυτό περνάει μέσα και από τις εκλογές (άποψή μας είναι ότι σε όλες τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις πρέπει να υπερψηφιστεί μαζικά η Αριστερά), αλλά αυτό από μόνο του είναι δραματικά ελλιπές. Όχι μόνο γιατί «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες», αλλά και επειδή στη σημερινή συγκυρία ακόμα και ένα απλό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, ένα στοιχειώδες φιλολαϊκό κυβερνητικό πρόγραμμα θα αντιμετωπιστούν από τις ενάντιες δυνάμεις με αντεπαναστατική λύσσα. Κινδυνεύουμε χωρίς τη μαχητική παρέμβαση του κοινωνικού κινήματος και την οργάνωση του λαϊκού παράγοντα να υποστούμε τις συνέπειες της «αντεπανάστασης χωρίς επανάσταση», με άλλα λόγια να υποστούμε μια συντριπτική «άδοξη ήττα», που τις συνέπειές της δεν θα την πληρώσουν μόνο εκείνα τα τμήματα της Αριστεράς (εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) που διεκδικούν την πολιτική εξουσία, αλλά όλοι μας.

Στους δρόμους, λοιπόν, στα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις και τις υπηρεσίες, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τις πλατείες και τους δρόμους θα κριθεί το στοίχημα. Με ανοιχτές πρωτοβουλίες και συνελεύσεις κοινωνικής αυτοοργάνωσης και λαϊκής αντιεξουσίας. Χωρίς «ιδεολογικές πλατφόρμες», ηγεμονισμούς και σεχταρισμούς, αλλά με στόχους και διαδικασίες που να επιδιώκουν να ενεργοποιήσουν και να συσπειρώσουν κάθε άνθρωπο που θέλει να αγωνιστεί για τη ζωή και την αξιοπρέπειά του. Με επιτροπές κατά συνοικία για την εξασφάλιση της επιβίωσής μας και τη διεκδίκηση των βασικών αναγκών μας, με ομάδες κοινωνικής αυτοάμυνας απέναντι στην κρατική, παρακρατική και φασιστική βία.

Υπάρχουν φάσεις στον κοινωνικό ανταγωνισμό που ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει εξαιρετικά. Μια τέτοια ζούμε σήμερα. Αυτό αφορά τους πάντες: τον ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (το ΚΚΕ εξαιρείται, ζει σε «μη χρόνο»), το Δίκτυο, τους αναρχικούς, τις καθαρίστριες, τους σχολικούς φύλακες, τους μετανάστες, τους φυλακισμένους, τους πάντες... Ο Κίνδυνος και η Ευκαιρία, τα δίδυμα τέκνα της Κρίσης, ασφυκτιούν στις προηγούμενες περιφράξεις τους. Το καθεστώς οργανώνει τον κίνδυνο, κλιμακώνοντας το φόβο, εμείς θα αξιοποιήσουμε την ευκαιρία, αναδεικνύοντας την ελπίδα;

Το ζήτημα της κινητοποίησης και της οργανωμένης παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις είναι κομβικής σημασίας. Ιδιαίτερα σήμερα που η επίθεση συνεχίζεται, παίρνοντας όλο και σκληρότερες οικονομικές και πολιτικές μορφές, ενώ ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός της περιόδου 2010-11 βρίσκεται σε ύφεση. Αν λοιπόν θεωρούμε το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς πιθανό και κρίσιμο για τις υποτελείς τάξεις και το κίνημα, τότε το ζήτημα της λαϊκής κινητοποίησης, πέρα από τη γενική σημασία του, αποκτά συγκεκριμένες διαστάσεις, για την ακρίβεια γίνεται η πρωταρχική προϋπόθεση για να σχηματιστεί και κυρίως να επιβιώσει μια κυβέρνηση με φιλολαϊκό πρόγραμμα και αντικαπιταλιστικό ορίζοντα.

Προφανώς, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει πολλές πλευρές (βαθμοί αντοχής και ρυθμοί επίθεσης του αντιπάλου, εγχώριου και διεθνούς, υπαρκτά επίπεδα της ταξικής πάλης και της κοινωνικής αυτοοργάνωσης, στρατηγική και τακτική των αριστερών κομμάτων, ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ που, ούτως ή άλλως, αποτελεί τον κορμό μιας κυβέρνησης της Αριστεράς κ.λπ.), εδώ όμως θα εξετάσουμε μία πλευρά του: Με ποια πολιτική, ποια περιεχόμενα και ποιες μορφές, ευνοούνται η κοινωνική αυτοοργάνωση και η λαϊκή αντιεξουσία, με βάση, αφενός, τα υπαρκτά επίπεδα του ταξικού, κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού και, αφετέρου, τη γενική, αλλά διόλου αφηρημένη, στρατηγική της αντικαπιταλιστικής μετάβασης.

Ορισμένες προλογικές διευκρινίσεις: Δεν είμαι διόλου βέβαιος ότι υπό τις παρούσες, «αντικειμενικές» και «υποκειμενικές», συνθήκες μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση της Αριστεράς, πολλώ δε μάλλον ότι θα καταφέρει να επιβιώσει υλοποιώντας ένα στοιχειώδες πρόγραμμα ρήξης με το σύστημα. Για να το διατυπώσω σχηματικά, ή θα ενσωματωθεί («άδοξη ήττα») ή θα συντριβεί («ένδοξη ήττα») ή θα κατορθώσει, κτίζοντας από σήμερα ισχυρούς δεσμούς με τους «από κάτω», να εξασφαλίσει την «κοινωνική σωτηρία» και να λειτουργήσει προωθητικά για την αντικαπιταλιστική μετάβαση.

Τούτων δοθέντων, θεωρώ ότι το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς αφορά το σύνολο του κινήματος ξεπερνώντας κατά πολύ την πρόθεση ψήφου. Όχι μόνο γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η Αριστερά βρίσκεται στο 40%, ούτε μόνο γιατί έχει εξαιρετική σημασία για την κοινωνία οι κατώτεροι μισθοί και συντάξεις να επανέλθουν στα προ Μνημονίου επίπεδα ή να καταργηθούν τα εργατοδικεία και οι τρομονόμοι ή να σταματήσουν τα Φαρμακονήσια και να πάψει η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, αλλά και επειδή στις παρούσες συνθήκες η επικράτηση ή η συντριβή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι άρρηκτα δεμένη με τη συνολική πορεία του κοινωνικού ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, αφορά τόσο την κοινωνία όσο και κάθε χώρο αντίστασης, προφανώς κανείς δεν υποχρεούται να την υποστηρίξει, αλλά και κανείς δεν δικαιούται να αδιαφορεί είτε περιμένοντας την αυθεντική κοινωνική ανατροπή είτε παραμονεύοντας να αυξήσει την επιρροή του από την ήττα της.

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι όλοι οι χώροι της Αριστεράς και του ευρύτερου κινήματος, του αντιεξουσιαστικού συμπεριλαμβανομένου, οφείλουμε να προσηλωθούμε στην αναζήτηση των περιεχομένων και των μορφών που ευνοούν την κοινωνική αυτοοργάνωση και την λαϊκή αντιεξουσία. Δεν είναι εύκολο, υπάρχουν παραλυτικές ιδεοληψίες και ρουτίνες, απειρία και έλλειψη διαθεσιμότητας, ωστόσο τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα από ό,τι πριν μερικά χρόνια. Και μόνο οι χιλιάδες συλλογικότητες και δομές αλληλεγγύης, αντίστασης και δημιουργίας σε όλη την επικράτεια, σε συνδυασμό με το διάχυτο ρεύμα οργής που διαπερνά την κοινωνία και μειοψηφικούς αλλά εκπληκτικούς αγώνες, όπως αυτός των καθαριστριών, αποτελούν καλό οιωνό, καθώς αποδεικνύουν έμπρακτα ότι δίπλα και αύριο ίσως ενάντια στην παραίτηση και την ανάθεση συγκροτείται ένα κοινωνικοπολιτικό δυναμικό που αποτελεί πρόπλασμα του «οργανωμένου λαού», της απαραίτητης προϋπόθεσης για την αντικαπιταλιστική μετάβαση.

Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της λαϊκής αντιεξουσίας έχει συγκεκριμένους στόχους και χαρακτηριστικά:

Να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και αυτοπεποίθηση, τη συμμετοχή και τη μαχητικότητα. Έτσι, εκ των πραγμάτων, αποδυναμώνει την αστική επίθεση και τη Δεξιά, ενισχύει και ριζοσπαστικοποιεί την Αριστερά. Ίσως να μην μπορούν σήμερα να γίνουν μεγάλες απεργίες διαρκείας, μπορούν όμως να γίνονται καταλήψεις κεντρικών καταστημάτων τραπεζών που κερδοσκοπούν από το συνεχή κρατικό δανεισμό σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Όχι μόνο από τραπεζοϋπάλληλους, αλλά και από μικροκαταθέτες και δανειολήπτες. Μπορεί να μην είναι δυνατές τώρα οι αναγκαίες κινητοποιήσεις για να γίνουν οι απαραίτητες προσλήψεις ώστε να λειτουργήσει άρτια η δημόσια δωρεάν υγεία για όλους, ωστόσο μπορούν να συστηματικοποιηθούν κοινές συγκεντρώσεις-συνελεύσεις προσωπικού, ασθενών και ανασφάλιστων στα νοσοκομεία της χώρας για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων (επάρκεια φαρμάκων και αναλώσιμων, βελτίωση υποδομών κ.λπ.), καθώς και η υιοθέτηση «παράτυπων» πρακτικών αξιοποίησης του δημόσιου νοσοκομείου, σε συνεργασία με τα ιατρεία κοινωνικής αλληλεγγύης, (διάθεση φαρμάκων, εθελοντική κάλυψη αναγκών άπορων ανασφάλιστων ακόμα και εκτός ωραρίου), που θα προκαλέσουν βέβαια την αντίδραση των διοικήσεων και του υπουργείου, αλλά θα έχουν μεγάλη κοινωνική νομιμοποίηση και, επιτέλους, θα δείξουν έμπρακτα ότι υπάρχει και το «άλλο Δημόσιο».

Τέτοιες πρακτικές, αφενός, δεν απαιτούν μεγάλα προσωπικά ρίσκα και ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες και την πολιτικοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού και, αφετέρου, είναι εξαιρετικά προωθητικές γιατί αμβλύνουν τις ενδοταξικές διαιρέσεις και εκπαιδεύουν πολύ κόσμο στην άμεση δημοκρατία, τη λαϊκή συμμετοχή και την αυτοδιοίκηση. Ποιο καλύτερο εφόδιο για μια κυβέρνηση της Αριστεράς;

Να ωθήσει την Αριστερά, ιδιαίτερα αν γίνει κυβέρνηση, προς τα αριστερά, να τη θωρακίσει απέναντι στο «ρεαλισμό» και τον κυβερνητισμό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, ούτε εύκολο και όποιος νομίζει ότι τα ξέρει όλα είτε υπνοβατεί είτε είναι απατεώνας. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι κατ' αρχάς «μη αστική», λόγω του προγράμματός της, που όμως είναι ρεφορμιστικό γιατί δεν συγκρούεται ευθέως με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τον αστικό κοινοβουλευτισμό και το κρατικό μονοπώλιο στη βία. Δεδομένου δε ότι κυβερνά το αστικό κράτος είναι μια αστική κυβέρνηση, που αν δεν θέλει να είναι προσωρινή, αντικαθιστόμενη από τους γνήσιους εκπροσώπους του αστισμού, με ολοκληρωτική σκληρότητα πλέον, οφείλει τουλάχιστον να υπονομεύει την ισχύ της άρχουσας τάξης και του κράτους της. Προφανώς, με συναίσθηση των συσχετισμών δύναμης, με ευελιξία, ακόμα και τακτικούς συμβιβασμούς, αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι είναι «μεταβατική», είτε θα προωθήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό είτε «ομαλά» ή «ανώμαλα» θα αντικατασταθεί  είναι σαν το ποδήλατο, μπορεί μόνο να κινείται προς τα μπρος.

Έτσι, λοιπόν, ας δεχθούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί αμέσως να κρατικοποιήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις ιδιωτικές κλινικές και τις τράπεζες. Μπορεί όμως από σήμερα να φτιαχτεί ένα «συμβόλαιο αγώνα» μεταξύ Αριστεράς και εργαζομένων που θα απαγορεύσει τις απολύσεις στις κερδοφόρες επιχειρήσεις και θα επαναφέρει τις συλλογικές συμβάσεις, που θα ευνοήσει την επαναλειτουργία κλειστών ή εγκαταλειμμένων εργοστασίων από τους εργάτες τους στο πρότυπο της ΒΙΟ.ΜΕ., που όσες τράπεζες δεν μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν θα περνούν στον έλεγχο του Δημοσίου, που οι ιδιωτικές κλινικές και τα ιατρικά κέντρα θα υποχρεωθούν το 30% της δυνατότητας παροχής υπηρεσιών να το χορηγούν δωρεάν σε ανασφάλιστους, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή κ.λπ.

Με τέτοιες πρακτικές μπορεί να οικοδομηθεί ισχυρός δεσμός με την Αριστερά, απείρως ανώτερος από μια ριζοσπαστική μεν, αλλά ασταθή ψήφο διαμαρτυρίας, ικανός να προλογίσει την απαραίτητη ταύτιση συμφερόντων και τη δημιουργία ενός «πραγματικού κινήματος μαζών». Οι ενάντιες δυνάμεις θα αντιδράσουν λυσσαλέα, ιδιαίτερα σήμερα που ο νεοφιλελεύθερος «δημοκρατικός ολοκληρωτισμός» τούς εξασφαλίζει την απόλυτη αυθαιρεσία, την «εκτός νόμου νομιμότητα». Όμως, δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος δρόμος από την κινητοποίηση των ανθρώπων που τώρα θα ξέρουν ότι δεν θα μπορούν να απολυθούν, ότι θα νοσηλεύονται, ότι θα μπορούν να στεγαστούν και να ζήσουν αξιοπρεπώς.

Να οργανώσει την αντίσταση απέναντι στις επιθέσεις που θα δεχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς εφόσον υλοποιεί ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα, αλλά και κατά την προεκλογική περίοδο. Ήδη διανύουμε μια περίοδο έντονης πόλωσης. Η κυβέρνηση και τα επιτελεία αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν να είναι οι... Μπολσεβίκοι. Ασφαλώς το μόνο που έχουν να πουλήσουν είναι «τάξη και ασφάλεια», βεβαίως επιδιώκουν να ευθυγραμμιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο «συνταγματικό τόξο», αλλά έχουν και έναν ακόμα, πιο επιθετικό, σκοπό: Να πολιτικοποιήσουν και να ιδεολογικοποιήσουν στο έπακρο τη διάχυτη κοινωνική πόλωση, να «τσιμεντάρουν» τις ανώτερες και τις μεσαίες τάξεις, τρομάζοντας και διεμβολίζοντας τις κατώτερες (κάτι που επιχείρησε και συνεχίζει η Χρυσή Αυγή), προβάλλοντας τον «εσωτερικό εχθρό» ως απειλή για το καθεστώς και το έθνος, απογειώνοντας ακροδεξιά και αντικομμουνιστικά στερεότυπα, εκβιάζοντας το μισό πληθυσμό με τις ανάξιες αξίες της «αγοραίας ελευθερίας».

Ο αέρας που φυσά δεν είναι καθόλου δροσερός και απορώ γιατί διάφοροι χώροι, πιο ριζοσπαστικοί από τον ΣΥΡΙΖΑ (δεν εννοώ το ΚΚΕ...) και βεβαίως ο ίδιος δεν ασχολούνται με το θέμα. Τι θα γίνει με το «βαθύ κράτος» και τη φυγή κεφαλαίων; Ενδεχόμενες προβοκάτσιες ή «λευκές απεργίες» της αστυνομίας και της ΕΥΠ; Ακυρωτικές αποφάσεις ανώτερων δικαστηρίων σε βάρος φιλολαϊκών νόμων; Δεξιές κινητοποιήσεις κατά αντιρατσιστικών μέτρων ή εναντίον της κατάργησης των τρομονόμων και διατάξεων στοιχειώδους εξανθρωπισμού των φυλακών; Οι φασίστες πώς θα κινηθούν στο νέο περιβάλλον; Τι θα γίνει με την τρομολαγνεία και τη φαιά προπαγάνδα των τηλεοπτικών ΜΜΕ;

Ισχυρίζομαι ότι αυτά τα και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα βρίσκονται στον πυρήνα κάθε εγχειρήματος κοινωνικού μετασχηματισμού, όσο «προσεκτικός» και αν είναι αυτός. Και δεν με πείθουν στο ελάχιστο ούτε οι «εκδημοκρατισμοί» του ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι πομφόλυγες διάφορων υπεραριστερών περί «ένοπλης εξέγερσης» και «τρίτου γύρου». Η άποψή μου είναι ότι το καθεστώς ποτέ δεν παραδόθηκε αμαχητί και πως το «ειρηνικό πέρασμα» όταν επιχειρήθηκε αποδείχθηκε είτε εξαιρετικά γελοίο είτε εξαιρετικά αιματηρό. Τέλος πάντων, επειδή ο «ένοπλος οργανωμένος λαός» αποτελεί προς το παρόν ιδεολογική θέση και όχι πολιτική στρατηγική, είμαστε διατεθειμένοι, κίνημα και Αριστερά, να πάρουμε από τώρα συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και μέτρα που να ενισχύουν την άμυνά μας απέναντι στην επίθεση του εχθρού, να θωρακίζουν, σε κοινωνικό αλλά και θεσμικό επίπεδο, τα συμφέροντα των «από κάτω»;

Εντελώς παραδειγματικά εννοώ το εξής: Κατάργηση των ειδικών αστυνομικών σωμάτων, άμεση απόλυση όσων αστυνομικών κακοποιούν κρατούμενους, όποιοι και αν είναι αυτοί, επιτροπές ελέγχου των συνθηκών κράτησης από πολίτες και «ειδικούς» ανά συνοικία για τα αστυνομικά τμήματα και ανά νομό για τις φυλακές, κατάργηση των κέντρων κράτησης μεταναστών και προσφύγων· οργάνωση πρωτοβουλιών κατά τόπο για τον εντοπισμό, την καταγραφή και τη δημοσιοποίηση ονομάτων, διευθύνσεων και φωτογραφιών όσων αστυνομικών ή φασιστών τραμπουκίζουν σε βάρος ελλήνων και αλλοδαπών ή εργοδοτών και προϊσταμένων που απειλούν εργαζόμενους· δημιουργία ομάδων προστασίας του αγώνα ανά συνοικία για την περιφρούρηση των εκδηλώσεων του κινήματος, στεκιών, καταλήψεων, αλλά και σπιτιών μεταναστών, ξενώνων αστέγων κ.λπ. από τη φασιστική και την παρακρατική τρομοκρατία· έλεγχος των αδειών των τηλεοπτικών καναλιών και όχι μόνο, καθώς και των δανείων τους, θέσπιση κανόνων δεοντολογίας και αυστηρή εφaρμογή τους, οργάνωση επιτροπών κοινωνικού ελέγχου με κορμό τους εργαζόμενους σε αυτά.

Τελικά, ας το πάρουμε απόφαση: Να απογειώσουμε τη δημοκρατία, δίνοντας νόημα στην ισότητα και την ελευθερία, επιστρατεύοντας την επιβολή όχι εκεί που απλώς βάλλονται ή λοιδορούνται, αλλά εκεί που απειλούνται έμπρακτα.

 (Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014!)

Νίκος Γιαννόπουλος