Η αναγκαιότητα της τρομοϋστερίας και πώς να την αντιμετωπίσουμε (Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014)

  • Δημοσιεύτηκε: Τρί, 15/04/2014 - 7:38μμ

Το ότι βιώνουμε ένα ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης είναι πλέον γνωστό: Με την ενεργό συνέργεια της θεωρητικά «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης, οι ελευθερίες συρρικνώνονται, η καταστολή διογκώνεται, τα δικαιώματα αμφισβητούνται. Από την αλόγιστη χρήση χημικών και τις προληπτικές προσαγωγές της πρώτης μνημονιακής περιόδου, περάσαμε έτσι στην επιλεκτική παρακώλυση και στη συνέχεια τη θεσμική απαγόρευση συλλογικών δράσεων και, πιο πρόσφατα, στην απροκάλυπτη ποινικοποίηση κάθε φρονήματος αντίστασης.

Όμως η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει, πέρα από διαπιστώσεις και καταγγελίες, και αυτό προϋποθέτει την επαναπραγμάτευση δυο απλών ερωτημάτων καθ' οδόν προς τη συγκρότηση ενός πραξιακού κώδικα. Δεσπόζει εν πρώτοις η βασική αιτιότητα: Γιατί η ποιοτική έκρηξη καταστολής; Και, δεύτερον, πρέπει αυτή να μας εκπλήσσει;

Η διερεύνηση του μείζονος Γιατί της καταστολής ξεκινά από τη διαπίστωση ότι το εγχείρημα της παραμονής στο καπιταλιστικό πλαίσιο (που σήμερα λέγεται: με κάθε τρόπο παραμονή στην Ευρωζώνη, «παραγωγική ανασυγκρότηση» με βάση το ιδιωτικό κεφάλαιο και άλλα παρόμοια  ρητά και υπόρρητα) δεν έχει άλλο τρόπο, άλλη ελπίδα υλοποίησης από την εξακολουθητική καταλήστευση της κοινωνίας. Καθώς όμως η κοινωνία αντιδρά, για τους κυρίαρχους η καταστολή είναι απόλυτος μονόδρομος. Στον μιντιακό ορυμαγδό των ημερών αυτό κατά κανόνα παραβλέπεται, όμως δεν πρέπει στιγμή να ξεχνάμε πως, στην όχι και τόσο μακρά ιστορική διάρκεια, αυτό που σήμερα ζούμε δεν αποτελεί παρά την καπιταλιστική κανονικότητα. Με την έννοια αυτή, η σημερινή επίταση της καταστολής όχι μόνο ατύχημα ή απαύγασμα νοσηρών εγκεφάλων δεν είναι, αλλά το ακριβώς αντίθετο αποτελεί αναγκαιότητα. Για να ισορροπήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να συντρίψει την κοινωνία  και για να προλάβει τις αντιστάσεις της, να φρονηματίσει αλλά και να αποψιλώσει το κίνημα αντίστασης από το πιο αποφασισμένο στελεχειακό του δυναμικό, καταστέλλει δραματικά.

Πρέπει άραγε η πραγματικότητα αυτή να προκαλεί έκπληξη; To ερώτημα είναι βέβαια ρητορικό. Στην προφανή απάντηση (η καταστολή δεν αποτελεί καμία έκπληξη) εμφιλοχωρεί όμως και ένα λιγότερο προφανές νόημα που άπτεται ζητημάτων της θεωρίας του Κράτους. Διόλου δεν παρέλκει να υπενθυμιστεί ότι, στο πλαίσιο της απελευθερωτικής οπτικής, Κράτος είναι πρώτιστα μηχανισμοί επιφορτισμένοι με το καθήκον της εμπέδωσης και αναπαραγωγής του υφιστάμενου τρόπου κυριαρχίας. Στον καπιταλισμό αυτό είναι διασφάλιση της ατομικής ιδιοποίησης και νομής συλλογικά παραγόμενου υπερπροϊόντος στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης που, όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά όπως σήμερα, συνεπάγεται ένα καθήκον σίγασης και καταστολής όσων πετιούνται στο περιθώριο έξω ακόμα και απ' αυτήν την άκρως εκμεταλλευτική σχέση.

Και η δημοκρατία; Αυτή η περίφημη λέξη-φύλλο συκής που κάθε τόσο σερβίρεται; Είναι απαραίτητο να ξαναθυμηθούμε πως, δι-ιστορικά, «δημοκρατία» δεν υπάρχει ποτέ χωρίς τον κρίσιμο επιθετικό της προσδιορισμό  που αποκαλύπτει και τον προορισμό, τη λειτουργία την οποία οφείλει να επιτελεί στο πλαίσιο της υπόστασής της ως μορφής ενός τύπου κράτους. Αν η δημοκρατία είναι καπιταλιστική, μείζον καθήκον της είναι η διασφάλιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, του καπιταλισμού. Αν δεν τα καταφέρνει, τότε θα πρέπει να αλλοιωθεί και σταδιακά ή και απότομα να αντικατασταθεί από πιο αυταρχικές πολιτειακές μορφές.

Αυτό ακριβώς είναι που σήμερα, μπροστά στα μάτια μας συντελείται: Η μεταπολεμική δημοκρατία αδυνατεί να διασφαλίσει τη σταθερότητα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, και γι' αυτό πρέπει να συρρικνωθεί. Και αν αύριο ούτε κι αυτό αρκεί (και δεν θα αρκεί), θα δούμε και χειρότερα: Θα δούμε άρση βασικών συνταγματικών εγγυήσεων για να προστατευτεί το μείζον, δηλαδή η καπιταλιστική αναπαραγωγή. Το συμπέρασμα μπορεί να τεθεί και ως γενίκευση: Σε καιρούς κρίσης η έννοια «καπιταλιστική δημοκρατία» δεν είναι παρά ένα εξαιρετικά σύντομο ανέκδοτο. Στη μακρά διάρκεια, καπιταλισμός και δημοκρατία είναι έννοιες ασύμβατες. Αν πραγματικά μας ενδιαφέρει η δημοκρατία, μείζον καθήκον είναι το βάθεμα και η διεύρυνσή της: Η συστηματική ενατένιση μιας πραγματικότητας πέρα από τον καπιταλισμό. (Αλλιώς το ενδιαφέρον είναι κίβδηλο και προσχηματικό  σαν κι αυτό που επιδεικνύουν τα αλαλάζοντα μίντια.)

Από το συμπέρασμα αυτό απορρέουν αρκούντως προφανείς συνέπειες, όμως πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί ένας προκαταρκτικός κίνδυνος: Η άποψη ότι ο αγώνας ενάντια στην καταστολή πρέπει να είναι εξ αρχής και αποκλειστικά αντικαπιταλιστικός. Κάτι τέτοιο θα υπέπιπτε στο σφάλμα της «πρόωρης περαίωσης»  δεν θα έχτιζε μέτωπα αντίστασης, θα τα έπνιγε. Άλλο όμως αυτό, και άλλο η συγκαλυμμένη; φιλελεύθερη αφέλεια. Αυτό που στις περιστάσεις προέχει είναι ό,τι η κινηματική εμπειρία έχει καταγράψει ως λόγο και δράσεις «μεταβατικού χαρακτήρα»: Ότι για να αποκτήσει δυναμική και μαζικό χαρακτήρα, η πάλη ενάντια στη δημοκρατική συρρίκνωση πρέπει να απευθύνεται διαρκώς στην κοινωνία (να μην εξαντλείται ή περιχαρακώνεται στον απλό καυτηριασμό της καταστολής) και να συνδέεται οργανικά με την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα: Το γεγονός, λ.χ., ότι όποιος αντιστέκεται στην καταστολή δεν είναι δυνατόν να προσβλέπει σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους, σε παραγωγική ανασυγκρότηση με θεσμικό συνομιλητή τον ΣΕΒ κ.τ.λ.

Ο αγώνας ενάντια στη νομοτελειακή συρρίκνωση (ή και άρση) δημοκρατικών εγγυήσεων είναι αγώνας που οφείλει να αναδείξει τις κύριες αντιφάσεις της εποχής και, στην κοινή αυτή βάση, να απευθυνθεί στην κοινωνία με στόχο τη ρήξη του καπιταλιστικού κελύφους. Διαφορετικά, θα είναι σαν να παραπονιόμαστε στον πυρομανή διότι έβαλε φωτιά...

Σ. Ι. Σεφεριάδης*

* Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης διδάσκει πολιτική επιστήμη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014!