Δελτίο Θυέλλης 43 «Το κράτος έχει συνέχεια»: για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ

  • Δημοσιεύτηκε: Δευ, 14/12/2015 - 12:32μμ

 

του Δημοσθένη Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου

Στην πρόσφατη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, ο Νίκος Κοτζιάς τάχθηκε υπέρ της μη εμπλοκής της «Συμμαχίας» στη Συρία• λίγο νωρίτερα, o ίδιος δήλωνε αναρμόδιος για το αν η βάση της Σούδας θα φιλοξενήσει ή όχι γαλλικά βομβαρδιστικά. Στο ίδιο διάστημα, ο Αλέξης Τσίπρας καθησύχαζε τον Μαχμούτ Αμπάς ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ• υπογράφοντας στο βιβλίο επισκεπτών του ισραηλινού Προεδρικού Μεγάρου, ο ίδιος σημείωνε ότι αποτελεί μεγάλη τιμή να βρίσκεται στην ιστορική πρωτεύουσα του Ισραήλ (!), ενώ συναντώντας τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, δεν παρέλειπε να εκφράσει την αντίθεση της κυβέρνησης «σε κάθε τρομοκρατική ενέργεια από τη μια, αλλά και στη βία κατά αμάχων από την άλλη». Ίσως προς ένδειξη αμοιβαιότητας: O ισραηλινός πρωθυπουργός θύμιζε νωρίτερα ότι στην Ελλάδα φθάνουν περίπου 50.000 ισραηλινοί τουρίστες, που θα μπορούσαν να αυξηθούν στις 350.000.
Η «κεντρώα» τοποθέτηση (και) στην εξωτερική πολιτική βεβαιώνει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα αμφισβητήσει τη «συνέχεια του κράτους» ούτε εδώ. Από τη δεκαετία του `90, εξάλλου, η εξωτερική πολιτική είναι το κατεξοχήν πεδίο στο οποίο το πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως καρτέλ, με τα κόμματα να συντονίζονται ως προς τις βασικές κατευθύνσεις, την πολιτική να ανατίθεται σε τεχνοκράτες και να διαφοροποιείται μόνο στα επιμέρους. 

Με τη συνδρομή και του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, που θεωρητικά συμβουλεύει την κυβέρνηση και ενημερώνει τα κόμματα (στην πράξη όμως φροντίζει για την πειθάρχηση της αντιπολίτευσης στις εθνικές/κρατικές θέσεις...), οι διεθνείς σχέσεις «της χώρας» και τα «εθνικά θέματα» αντιμετωπίζονται ως πολύ σοβαρές υποθέσεις για να «πολιτικοποιούνται», να μπλέκονται σε κομματικούς ανταγωνισμούς και να επηρεάζονται από ιδεολογικές διαφοροποιήσεις ή κυβερνητικές ασυνέχειες. Πρόκειται για μια από τις κανονικότητες που η Αριστερά, είτε στην εκδοχή του «πατριωτικού» ΚΚΕ είτε σε εκείνη του «υπεύθυνου» ΣΥΡΙΖΑ, σπάνια είχε τη διάθεση να αμφισβητήσει.

Από το 2007 και το Μακεδονικό τότε, ο Αλέξης Τσίπρας είχε προϊδεάσει ότι θα σεβαστεί αυτό τον άγραφο κανόνα. 

Στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος επιπλέον, αν και όχι μόνο εκεί, ο διαφόρων αποχρώσεων ευρωπαϊσμός συνυπήρχε πάντα με ένα αίσθημα μειονεξίας, διότι το κομματικό στελεχιακό δυναμικό και τα κινήματα «δεν ξέρουν ή/και δεν καταλαβαίνουν» από «σοβαρή πολιτική», δηλαδή γεωπολιτική. Tο αίσθημα αυτό είχε φέρει παλιότερα τον υπερπατριώτη Γιώργο Αϋφαντή στη θέση του διπλωματικού συμβούλου του Αλέξη Τσίπρα. Το ίδιο αίσθημα, η προσήλωση της ηγετικής ομάδας στο άνοιγμα προς το πατριωτικό Κέντρο και η επιδίωξη μιας «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής, που να βλέπει προς τις χώρες του BRICs (μιας πολιτικής που συστημικοί κύκλοι εντός και εκτός Ελλάδας κατήγγειλαν ως υπερβολικά ρωσόφιλη...), είναι όσα έφεραν και τον Νίκο Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών. Μιλώντας πέρσι στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο ίδιος προσδιόριζε το στίγμα του: «ζούμε σε μια εποχή που η ιδεολογία δεν έχει πλέον τον ίδιο ρόλο που διαδραμάτιζε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα πια ο ρόλος της γεωπολιτικής είναι πιο σημαντικός σε σχέση με το παρελθόν».
Στη γεωπολιτική δεν (πρέπει να) υπάρχει Αριστερά και Δεξιά: το εθνικό συμφέρον τις υπερβαίνει. Επί υπουργίας Κοτζιά, ωστόσο, μάθαμε ότι δεν (πρέπει να) υπάρχει ούτε Ακροδεξιά. Κι αν οι υπόδικοι νεοναζί είχαν χειριστεί την πρόσκλησή τους στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής με περισσότερη εχεμύθεια, ο υπουργός μιας αριστερής κυβέρνησης θα τους επέτρεπε να παρακολουθούν ως κανονικό κόμμα τη διαδικασία του Συμβουλίου και να διαχειρίζονται απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες. Φυσικά, ο πρώην επικεφαλής της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΚΕ, εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών μεταξύ 1992 και 2008, σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου επί κυβέρνησης Σημίτη, δεν είναι φιλοναζιστής. Όμως η αποπολιτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής δημιουργεί τέρατα.
Λιγότερο συζητημένα, εξίσου όμως τερατώδη, είναι αυτά που αφορούν την άλλη όψη αυτής της αποπολιτικοποίησης, την υπόκλιση δηλαδή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο δόγμα της «συνέχειας του κράτους». Στις αρχές Νοεμβρίου, ελληνικά F-16 συμμετείχαν στην ισραηλινή αεροπορική άσκηση «Μπλε Σημαία», τη μεγαλύτερη στην ιστορία του Ισραήλ, σύμφωνα με κρατικούς του αξιωματούχους, στην οποία συμμετείχαν επίσης αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ. Ήταν ένα από τα δείγματα ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η Ελλάδα θα παραμείνει στον άξονα Αθήνας-Καΐρου-Λευκωσίας-Τελ Αβίβ (το ισοδύναμο, στην εξωτερική πολιτική, της συμμαχίας με τους σοσιαλφιλελεύθερους Ρέντσι και Ολάντ στην οικονομία), επιδιώκοντας, με τη συνδρομή των ΗΠΑ, την απομόνωση της Τουρκίας. Η Τουρκία, βεβαίως, είναι για την ελληνική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση η χώρα που θα πρέπει να αναλάβει (ακόμα περισσότερες) ευθύνες στο προσφυγικό• το συμμαχικό Ισραήλ εξακολουθεί να εγκληματεί σε βάρος των Παλαιστινίων• η δε εμπλοκή της Ελλάδας σε έναν άξονα με Αίγυπτο και Ισραήλ, τη σπρώχνει πιο βαθιά σε μια εξαιρετικά εύφλεκτη γειτονιά. Τι να γίνει, όμως, και η υψηλή (γεω)πολιτική έχει τις αντιφάσεις της...
Αν και η κυβέρνηση έχει αποδείξει αρκετές φορές ότι δεν διαθέτει κεντρικό σχεδιασμό, είναι προφανές ότι ο Νίκος Κοτζιάς δεν κάνει του κεφαλιού του. Στη λογική της «δεύτερης φοράς Αριστερά», μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και τη διαβοήτη «Επιτροπή Σοφών» στο Ασφαλιστικό έως την εξωτερική πολιτική και τον «εμπειρογνώμονα» υπουργό, θεωρούνται πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς: υπόθεση αποκλειστικά «αυτών που ξέρουν». Τι ακριβώς ξέρουν, ωστόσο, το είδαμε κάμποσες φορές, με αποκορύφωμα τον Ιούλιο...

 

Θεματικές: