Δελτίο Θυέλλης 43 Από το φιάσκο στον εφιάλτη

  • Δημοσιεύτηκε: Δευ, 14/12/2015 - 12:48μμ


του Χρήστου Λάσκου

Μετά από δέκα μήνες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ξέρουμε όλα όσα είναι να μας συμβούν περαιτέρω. Ξέρουμε, όμως, με βεβαιότητα αυτά που δεν πρόκειται να συμβούν. Παρ' όλο που την «πρώτη φορά» ανακοινώθηκαν πολλές φορές, ως οσονούπω νομοθετήσιμα, έτσι που να μοιραζόμαστε εκτός από την ατμόσφαιρα ήττας και ματαίωσης και μια έντονη αποφορά από την κοροϊδία. Αυτά, λοιπόν, που σίγουρα δεν θα γίνουν από αυτή την κυβέρνηση  -θα έπαιρνα όρκο, δηλαδή-  είναι, μεταξύ άλλων, και τα εξής: η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η επαναφορά της 13ης σύνταξης, η ακύρωση της εργασιακής ζούγκλας, ο περιορισμός του εργοδοτικού δεσποτισμού, η διασφάλιση στοιχειωδών όρων αναπαραγωγής για τις κατώτερες τάξεις με στήριξη της υγείας και της εκπαίδευσης. Αυτά τα καθόλου μαξιμαλιστικά δεν πρόκειται να γίνουν.
Τότε τι είναι αυτό που υπόσχεται η κυβέρνηση; Ανάπτυξη σε εύθετο χρόνο και μέχρι τότε υπομονή. Υπομονή για τους εκατομμύρια ανέργους, τους ακόμη περισσότερους φτωχούς, τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που έχει ήδη καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Αυτό είναι το παράλληλο πρόγραμμα (!) από όσο μπορώ να καταλάβω.
Μόνο που η κατάσταση εκτός από απελπιστική είναι και γκροτέσκα. Γιατί αν δυο πράγματα θεωρούσε κατεξοχήν πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά ήταν: Η θεωρία του trickle down effect (της διάχυσης των ωφελειών της ανάπτυξης), σύμφωνα με την οποία μόνο η «αύξηση της πίτας» διά των ιδιωτικών επενδύσεων και της «ανάπτυξης» διασφαλίζει, επαγωγικά και εξ υπολοίπου, την ευημερία του κόσμου της εργασίας και, μαζί, η ιδέα πως το κοινωνικό κράτος υπάρχει μόνο για τους «αποκλεισμένους», οποιαδήποτε παροχή πέρα από την «ανθρωπιστική» σε αυτό το επίπεδο συνιστά ανεπίτρεπτη επιβάρυνση για την ιδιωτική οικονομία και επομένως απαγορεύεται ως αντιαναπτυξιακή.

Όποιος στην πολιτική της κυβέρνησης αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά πράγματα ας το επιχειρηματολογήσει σχετικά. Δεν το βλέπω, πάντως, να γίνεται.
Και ελλείψει αυτού δεν μένει παρά το «επιχείρημα» ότι, δεδομένων των συσχετισμών, η συγκεκριμένη έκβαση ήταν σχεδόν μονόδρομος και, επομένως, το θέμα πλέον είναι αν θα «βάλουμε πλάτη» όλοι μας να μην ευοδωθούν τα σχέδια της αντίδρασης περί «αριστερής παρένθεσης». Πρόκειται για γελοίο επιχείρημα, στο μέτρο που τι άλλο από υλοποίηση της χειρότερης μορφής αριστερής παρένθεσης συνιστά η ακραιφνής εφαρμογή της αγριότατης μνημονιακής πολιτικής, η συνέχιση του βασανισμού του παγκόσμιου πειραματόζωου, που αποτελεί η ελληνική κοινωνία εδώ και έξι χρόνια; Και μάλιστα μιας παρένθεσης, που, αν δεν υπάρξουν μαχητικά αντίβαρα, μπορεί να είναι εξαιρετικά μακροχρόνια και να συνδυαστεί με «εκπροσώπηση» ενός σημαντικού τμήματος των κατώτερων τάξεων από τις πιο τερατώδεις ναζιστικές συμμορίες.
Περνάει, άραγε, από το μυαλό όσων «βάζουν πλάτη» αυτό το ενδεχόμενο; Του αποδίδουν τη σημασία που πρέπει; Κάθε άλλο.
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία να λέμε και να ξαναλέμε πως όσα συνέβησαν δεν ήταν μοιραία, ούτε «αντικειμενικά».
Εκτός από τους «συσχετισμούς δυνάμεων» και μαζί μ' αυτούς, δεν μπορεί παρά να βλέπουμε και τι έκαναν όσοι ανέλαβαν να τα βάλουν με τους συσχετισμούς προετοιμάζοντας τα νταούλια -  και, ακόμη χειρότερα, προετοιμάζοντας τον κόσμο της εργασίας όχι για την αναγκαστικά επερχόμενη μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, αλλά για τους χορούς των αγορών και τη βέβαιη συμφωνία «μέρα μεσημέρι» της Μέρκελ.
Θέλω να πω, ο μηδέποτε συμφωνηθείς, σε οποιοδήποτε επίπεδο του κόμματος, εκλογικισμός της «ομαλότητας», οι διαβεβαιώσεις περί διατήρησης της κανονικότητας, η πάση θυσία υπεράσπιση της «νομιμότητας», ο συνολικός, δηλαδή, τυχοδιωκτικός τακτικισμός προδιέγραφε μια αντιμετώπιση των «συσχετισμών», που κάθε άλλο προετοίμαζε για ό,τι θα ακολουθούσε. Και αυτό δεν είναι εκ των υστέρων διαπίστωση  - διαφαινόταν ήδη από καιρό. Όποιος, όμως, έθετε τα σχετικά ζητήματα, έστω ακροθιγώς, ελεγχόταν για ελλιπή αφοσίωση στην υπόθεση της «κυβέρνησης της Αριστεράς».
Αυτό που σήμερα ονομάζεται «απαγορευτικοί συσχετισμοί» νομίζω εμπεριέχει ως κύριο στοιχείο του και την εμμονή σε κυβέρνηση όπως να `ναι κι ό,τι να `ναι, σε κυβέρνηση κουτουρού σα να λέμε. Και ακόμη κυβέρνηση με ισχυρές δόσεις διαβεβαιώσεων πως «στο κράτος και στην αγορά» δεν θα αλλάξουν πολλά.
Για να ακολουθήσει μια πορεία προς το πουθενά με την επιλογή να πληρώνουμε «όλες μας τις υποχρεώσεις» χωρίς οι «εταίροι» να τηρούν καμιά από τις δικές τους. Με τη δέσμευση, επιπλέον, μετά την καταπληκτική κατά τα άλλα συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου για την αποφυγή «μονομερών ενεργειών» από μέρους μας  - αυτές επιτρέπονταν, πλέον, μόνο στον Ντράγκι. Και με την ιδέα πως «κερδίζαμε χρόνο» όταν όλα βοούσαν πως στριμωχνόμασταν όλο και περισσότερο σε μια κατάσταση ανυπόφορης ασφυξίας.
Με αποτέλεσμα οι πρώτες κινήσεις «ανυπακοής» να γίνουν υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες* και να οδηγήσουν σε εκρηκτικές αντιφάσεις, με κυριότερη αυτή ανάμεσα στο συντριπτικό «Όχι» της 5ης Ιουλίου και την ταυτόχρονη αυτόβουλη αναζήτηση συμφωνίας με τoν ESM, που προανήγγελλε την επερχόμενη καταστροφή.
Όποιος ισχυρίζεται πως όλα αυτά ήταν μοιραία και αντικειμενικά, ελέγχεται, νομίζω, με όρους όχι «αριστεροσύνης», αλλά ορθολογικότητας. Ακόμη και την 13Žη Ιουλίου υπήρχε καλύτερη δυνατότητα: η παραίτηση της κυβέρνησης, όπως πρότεινε η πλειοψηφία της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και η, επιτέλους, πλήρης ενημέρωση του ελληνικού λαού για τους κινδύνους και τις δυνατότητες, ώστε να δοθεί η νομιμοποίηση για τη σύγκρουση με τις απαιτήσεις των δανειστών και τις δεσποτικές επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου.
Το ότι έγιναν αυτά και όχι τα, καθόλα δυνατά, άλλα δεν αποδεικνύει παρά πως η αυθαιρεσία, ο πραξικοπηματισμός, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός και η πίστη, εν τέλει, στην ανάθεση είναι η σίγουρη οδός της απώλειας.
Όχι της ήττας, της απώλειας. Γιατί η ήττα είναι πάντοτε διαχειρίσιμη από μια δημοκρατική συλλογικότητα και από ένα λαό, που ξέρει πώς έχουν τα πράγματα. Αυτό που συνέβη ήταν πολύ περισσότερο από ήττα.
Πράγμα που σημαίνει πως η λαϊκή ανάταξη δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα από την οργάνωση της μετωπικής αντιπαράθεσης στην ασκούμενη πολιτική κοινωνικής καταστροφής  - και προφανώς και στους φορείς της.


* Eνώ σε όλη την προηγούμενη διάρκεια δεν δοκιμάστηκε τίποτε απ' όσα οι μετριοπαθέστεροι των νεοκεϋνσιανών θεωρούσαν εκ των ων ουκ άνευ ενέργειες μιας κυβέρνησης που πραγματικά ενδιαφέρεται να τα βάλει με το νεοφιλελευθερισμό: έλεγχο κεφαλαίων, δημόσιο έλεγχο των τραπεζών, παράλληλο νόμισμα, αποφασιστικότητα, με την απαιτούμενη νομιμοποίηση, να μην «τρομάξει» μπροστά στο ενδεχόμενο της «εξόδου»...

Θεματικές: