Δελτίο Θυέλλης τεύχος 45: Καταστολή: Η ασπίδα του αποκλεισμού

  • Δημοσιεύτηκε: Πέμ, 10/11/2016 - 12:19μμ

Ο εύκολος τρόπος να μιλήσει κανείς για την καταστολή ως κρατική επιλογή για τον τρόπο άσκησης, εφαρμογής και επιβολής της πολιτικής της είναι να αρχίσει να απαριθμεί περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, δικαστικών διώξεων, επιθέσεων σε κοινωνικούς χώρους κ.ο.κ. Και είναι αλήθεια ότι όσον αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού στην Ελλάδα τον τελευταίο 1, 5 χρόνο, τα σχετικά παραδείγματα πληθαίνουν όσο περνά ο καιρός. Από τις επιχειρήσεις στην Ειδομένη για το άνοιγμα των σιδηροδρομικών γραμμών, από τους μετανάστες που τις καταλάμβαναν διαμαρτυρόμενοι, ως την εκκένωση του καταυλισμού εκεί, στην ουσιαστική επαναλειτουργία των κέντρων κράτησης, τη δημιουργία των κλειστών hot spot και την ενεργοποίηση των άμεσων επαναπροωθήσεων και των απελάσεων εν γένει, και από τη συκοφάντηση και τις διώξεις σε βάρος αλληλέγγυων στα νησιά, το Κιλκίς, τον Πειραιά μέχρι τις εκκενώσεις των καταλήψεων στέγης μεταναστών-ριών το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη, προκύπτει ένα σύνολο πρακτικών που μοιάζουν τοποθετημένες στο ίδιο πλαίσιο αυξημένης καταστολής τόσο απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες-ριες, όσο και απέναντι σε ένα κομμάτι της αλληλεγγύης.

Νομίζω πως η κεντρική ιδέα εδώ και καιρό είναι η διατήρηση της τάξης και της ησυχίας με κάθε κόστος. Από το κλείσιμο του βαλκανικού δρόμου κι έπειτα, η κυβέρνηση αποφάσισε πως κοντά στη γενικότερη αδιέξοδη και ανέξοδη επίκληση για άνοιγμά τους και για μοίρασμα του βάρους ισότιμα στις χώρες της ΕΕ, θα προωθούσε κι ένα πιο «ρεαλιστικό» σχέδιο, εκτιμώντας και τις εξελίξεις. Πρωτοστάτησε στην επίτευξη της συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας, χαιρέτισε την εφαρμογή της, καθώς και την ανάπτυξη δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της FRONTEX στην επιτήρηση των συνόρων και συνέθεσε πρακτικά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κωδικοποιημένα αφήγηση των 50 χιλιάδων εγκλωβισμένων προσφύγων. Με έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο, έχει καταστεί κοινό κτήμα πια η φυσικότητα αυτού του αριθμού που μοιάζει να μη μεταβάλλεται και, ως εκ τούτου, με βάση αυτόν χτίζεται βήμα βήμα η νέα κανονικότητα.

Στη συνέχεια θα παρατεθούν μερικά σημεία ως προτάσεις για το τι χρειάζεται να προσέξουμε ώστε να προσεγγίσουμε και να αντιπαρατεθούμε σε αυτό το ύπουλο σχήμα.

Το προφανές είναι ότι κόσμος συνεχίζει να έρχεται. Ποτέ οι βάρκες δεν ξανάγιναν τόσες όσες το δεύτερο εξάμηνο του 2015, αλλά και ξαναλειτούργησαν τα επικίνδυνα περάσματα του Έβρου και δημιουργήθηκε εσχάτως ένα νέο αυξημένο ρεύμα προς τα νησιά του Αιγαίου. Αν κάποιοι μπαίνουν, για να διατηρηθεί ο αριθμός σημαίνει ότι κάποιοι χρειάζεται να βγουν. Και εφόσον η μετεγκατάσταση προχωρά με ρυθμούς που βγάζουν τη χελώνα πρωταθλητή, οι εκδοχές είναι δύο  είτε ο παράνομος δρόμος προς τα μπρος και η συνεπακόλουθη νέα άνθηση της διακίνησης είτε ο επίσημος δρόμος της απέλασης. Αυτό το τελευταίο, ενώ έμοιαζε να γίνεται πολύ οργανωμένα, σιωπηλά και, βεβαίως, «σύμφωνα με τις αρχές του ανθρωπισμού της Ευρώπης», τελευταία έχει συμβεί και άκομψα και κάπως παράνομα (π.χ. απέλαση αιτούντων άσυλο ή ατόμων που δεν είχαν καν την ευκαιρία να αιτηθούν), τόσο που ανάγκασε και την Ύπατη Αρμοστεία να αρχίσει να γκρινιάζει.

Το βασικό μοντέλο φιλοξενίας των 50 χιλιάδων είναι και θα παραμείνουν τα μεγάλα camp. Φυσικά και έχουν δημιουργηθεί ξενώνες, έχουν νοικιαστεί σπίτια με τη σύμπραξη τοπικής αυτοδιοίκησης, ΜΚΟ, υπουργείου και Ύπατης, η εικόνα, όμως, του προσφυγικού στην Ελλάδα συνεχίζουν να είναι η Softex, ο Κατσικάς και η Ριτσώνα. Η χωροθεσία τους, η εσωτερική τους λειτουργία και ο έλεγχος από το στρατό και την αστυνομία, η απόφαση να παραμείνουν εκεί και να αποκλείουν τους πρόσφυγες από την ένταξη στον κοινωνικό ιστό, στη ζωή της πόλης (γιατί αν πριν από μισό χρόνο ήταν θεωρητικά η άμεση ανάγκη που οδήγησε στην επιλογή αυτών των χώρων, τώρα πλέον μόνο για συνειδητό σχέδιο μπορούμε να μιλήσουμε), η απόλυτη εξάρτηση από τη δράση των ΜΚΟ, αλλά και ο έμμεσος έλεγχος που ασκείται μέσω αυτής της εξάρτησης και η κατάπνιξη προσπαθειών αυτοοργάνωσης και χειραφέτησης που λειτουργούν εν δυνάμει ανταγωνιστικά προς αυτή είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που καθιστούν την πραγματικότητα των camp μια μέθοδο αθόρυβης καταστολής.

Εφόσον αυτό είναι το αποδεκτό σχήμα για το πώς ζουν, τι κάνουν και πώς συμπεριφέρονται και λειτουργούν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, είναι φυσικά απαραίτητη και μια διαχείριση της παραβίασης αυτού του κανόνα. Και στην περίπτωσή μας, η παράβαση ξεκινά από την αμφισβήτηση. Πλέον χαρακτηριστική περίπτωση ήταν μάλλον αυτή του καλοκαιριού του 2016 στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη που περικυκλώνεται από εγκαταστάσεις που φιλοξενούν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες είχε δημιουργηθεί μια έντονη κινητικότητα στα camp, με επισκέψεις του πλέον ριζοσπαστικού κομματιού της αλληλεγγύης σε αυτά, με συμμετοχή μεταναστών-ριών σε κινητοποιήσεις και συζητήσεις, με την ύπαρξη καταλήψεων στέγης, αλλά και ενός διευρυνόμενου δικτύου φιλοξενίας που σχετιζόταν με κινηματικούς χώρους. Χωρίς να έχει απαραίτητα οργανική σχέση με όλα τα προηγούμενα, η χρονική συγκυρία της διοργάνωσης του No Norder Camp στο χώρο του ΑΠΘ, η σημαντικότατη διεθνής συμμετοχή σε αυτό και η αξιοσημείωτη συμμετοχή προσφύγων από τα κέντρα φιλοξενίας στις διαδικασίες του και κυρίως στη μεγαλύτερη, μάλλον, μεταναστευτική πορεία εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη συμπύκνωσαν πολλά από τα παραπάνω. Αυτό αποτύπωσε τελικά μια ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα για εμάς, αλλά ανησυχητική για την κυβέρνηση, ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, για τους κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών που ευαγγελιζόμαστε, αλλά συχνά αδυνατούμε να σχηματοποιήσουμε σε δεδομένο χωροχρόνο. Η εκκένωση των καταλήψεων στέγης που ακολούθησε (με μια θεαματική σε μέγεθος, οργάνωση και επικοινωνιακή διαχείριση αστυνομική επιχείρηση), οι καταδίκες αγωνιστών-ριών που αυτό έχει ήδη επιφέρει, αλλά και η μεθοδική απομόνωση των ανθρώπων από τα camp που ανέλαβαν περισσότερες πρωτοβουλίες και πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις και στο χτίσιμο αυτών των διαδράσεων, οι απειλές που δέχονται και η απαξίωσή τους ως επικίνδυνοι, πράκτορες κ.τ.λ. που επιχειρείται από τις αρχές προς τους υπόλοιπους πρόσφυγες στα camp είναι το σκληρό (αλλά πάντα με το γάντι) σταμάτημα μιας πορείας αμφισβήτησης ακριβώς της αφήγησης των 50 χιλιάδων. Η ιδέα ότι οι πρόσφυγες διεκδικούν, συνδέονται με αγωνιζόμενα κομμάτια της τοπικής κοινωνίας, εξεγείρονται, ότι δεν χρειάζεται να είναι ικανοποιημένοι με ένα τεντόπανο και λίγο κακό φαγητό, η αντίληψη ότι οι διεκδικήσεις τους αυτές παίρνουν δυναμικές μορφές, έρχονται κόντρα σε θεσμούς, όπως η εκκλησία, το πανεπιστήμιο, οι επίσημοι οργανισμοί, αν αυτό επιτάσσουν οι ανάγκες τους, ήταν σαφώς μη ανεκτές και έπρεπε να κοπούν ριζικά και παραδειγματικά.

Φυσικά και η άμεση κινηματική απάντηση σε κάθε φαινόμενο καταστολής και η αλληλεγγύη στους ανθρώπους που την υφίστανται είναι εκ των ων ουκ άνευ πρακτική και αδιαπραγμάτευτο όπλο μας στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Φαίνεται, όμως, πως θα κυνηγάμε όπως ο σκύλος την ουρά μας, αν δεν αποεστιάσουμε λίγο από το προφανές της καταστολής, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα και αναδιοργανώνοντας τον αγώνα μας απέναντι στις κρατικές πολιτικές για τη μετανάστευση στο σύνολό τους, πάντα, βεβαίως, επιλέγοντας τα πεδία και τις στιγμές της σύγκρουσής μας και πάντα, βεβαίως, μέσα από το συνδυασμό των έμπρακτων αντιπαραδειγμάτων που δημιουργούμε και των πολιτικών και ιδεολογικών μετώπων που οφείλουμε να αναπτύσσουμε.

                                   Μενέλαος Εξίογλου

Θεματικές: