Βασικοί άξονες μιας αριστερής απάντησης στην κρίση

  • Δημοσιεύτηκε: Παρ, 16/12/2011 - 2:03μμ

α) Η τρίτη φάση της μνημονιακής περιόδου

Η κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και η συγκρότηση της κυβέρνησης σωτηρίας του Μνημονίου υπό τον Παπαδήμο, αποτελούν την εισαγωγή στην τρίτη φάση της μνημονιακής περιόδου. Στην περιοδολόγηση μας αναγνωρίζουμε ως πρώτη φάση της μνημονιακής περιόδου, το χρονικό διάστημα που ξεκινάει από την  προκήρυξη των πρόωρων εκλογών του 2009 και καταλήγει στην γενική απεργία της 5ης Μάης 2010 και τον εμπρησμό της; Μαρφίν. Είναι η φάση της παραίτησης Καραμανλή λόγω της αδυναμίας του να υλοποιήσει τις απαιτούμενες αντιλαϊκές πολιτικές, της εκλογής Παπανδρέου με κεντρικό σύνθημα το «λεφτά υπάρχουν», της  προπαρασκευής για την επιβολή του Μνημονίου, της ψήφισης του, καθώς και των πρώτων λαϊκών αντιδράσεων. Η δεύτερη φάση ολοκληρώνεται στις 28 Οκτώβρη 2011. Είναι η φάση της επιβολής στην πράξη των μνημονιακών πολιτικών, του αρχικού μουδιάσματος της κοινωνίας, της ανάπτυξης των πρωτοβουλιών «Δεν Πληρώνω», του αντάρτικου της Κερατέας, της Υπατίας, της έκρηξης του κινήματος των πλατειών, της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου (Μνημονίου 2), της γιγάντιας γενικής απεργίας στις19-20 Οκτώβρη, και της μετατροπής των παρελάσεων της 28ης Οκτώβρη σε μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.

Η τρίτη φάση της μνημονιακής περιόδου έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

α) Μαζική εκπτώχευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Έχουμε μπει πια στη φάση όπου η κοινωνική ερήμωση δεν είναι απλά μια δυσοίωνη πρόβλεψη, αλλά μετατρέπεται σε καθημερινό βίωμα. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, οι πολίτες μιας χώρας βλέπουν το υλικό βιοτικό επίπεδό τους να υποβαθμίζεται τόσο πολύ και τόσο γρήγορα. Δεν είναι αριστερή ρητορική υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στην Ελλάδα του 2011 ζούμε καταστάσεις φτώχειας κι εξαθλίωσης που μέχρι τώρα χαρακτήριζαν χώρες της Λατινικής Αμερικής.

β) «Μόλυνση» από τον ιό της κρίσης χρέους και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό που αρχικά έμοιαζε με ασθένεια της ελληνικής ιδιαιτερότητας έχει πλέον μετατραπεί σε ευρωπαϊκή πανδημία. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο κι εντός ολίγου Γαλλία, ένα-ένα τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρές έως ανυπέρβλητες δυσκολίες να δανειστούν από τις «αγορές» και προσφεύγουν στο διακρατικό δανεισμό κι επιβάλλουν δρακόντεια προγράμματα λιτότητας.

γ) Γίνεται ολοένα και πιο φανερό το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι μνημονιακές πολιτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Το αδιέξοδο της κυρίαρχης γραμμής για την  αντιμετώπιση της κρίσης δεν έγκειται μόνο στο τα κάθε λογής προγράμματα λιτότητας δεν πιάνουν τους στόχους τους σε ό,τι αφορά το χρέος και το έλλειμμα. Ούτε μόνο στο ότι βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και την κοινωνία στη φτώχεια. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα κέντρα εξουσίας των «από πάνω» είναι ότι δεν μπορούν να υποδείξουν καμιά ρεαλιστική προοπτική εξόδου από την κρίση, πράγμα που έχει σαν συνέπεια να μην μπορούν και να διαμορφώσουν μια ηγεμονική αφήγηση που θα έπειθε τους «από κάτω» ώστε να επιδεικνύουν περισσότερη υπομονή και λιγότερη αγανάκτηση.

δ) Παρά την προφανή αποτυχία των μνημονίων, η γραμμή που ηγεμονεύει αυτή τη στιγμή στην ΕΕ και την Ελλάδα είναι η σκλήρυνση της λιτότητας καθώς και η συνταγματοποίηση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Οι αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου της ΕΕ σε συνδυασμό με το πρόγραμμα της κυβέρνησης Παπαδήμου δεν πρέπει να αφήνουν αμφιβολίες για το ότι ακόμα βρισκόμαστε στην  αρχή μιας καταιγιστικής καθόδου προς την κοινωνική καταστροφή. Πέραν του ότι οι σχεδιασμοί της ΕΕ (κατά κύριο λόγο της Γερμανία δηλαδή) ρισκάρουν (με μεγάλες πιθανότητες να τα… καταφέρουν) ένα πανευρωπαϊκό κραχ τύπου Αργεντινής, ακόμα και μια ενδεχόμενη ευόδωση των στόχων τους δεν προοιωνίζεται τίποτα το θετικό για τους εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν αποφευχθεί η χρεοκοπία, το κοινωνικό τοπίο που θα έχει διαμορφωθεί θα αποτελεί την έμπρακτη αναίρεση όλων όσων κατέκτησε το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα τον περασμένο αιώνα. Θα έχουμε δηλαδή μια κοινωνία εμπεδωμένης μαζικής φτώχειας, συρρικνωμένης στο ελάχιστο κοινωνικής προστασίας και μεγιστοποιημένης εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών.

ε) Η φτώχεια και η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής αυξάνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και γιγαντώνουν την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.  Τόσο γεγονότα όπως αυτά της 28ης Οκτωβρίου και του διημέρου 19-20 Οκτωβρίου όσο και όλες οι δημοσκοπήσεις αποτελούν αδιάψευστους δείκτες από τη μια μεριά ότι λίγοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να εγκρίνουν την ασκούμενη πολιτική, και από την άλλη, ότι έχουμε μπει πλέον στη διαδικασία που θα οδηγήσει σε ένα καινούργιο κομματικό χάρτη. Παρά το ότι η αδιαμφισβήτητη άνοδος της Αριστεράς αποτελεί αναμφίβολα ελπιδοφόρο σημάδι, εντούτοις, θα πρέπει σταθερά να το τονίζουμε ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια από μόνη της δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε θετικές εξελίξεις για τα κινήματα και τους εργαζομένους.

στ) Έχουμε μπει στην εποχή του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Η τρίτη φάση της μνημονιακής περιόδου σηματοδοτείται από την έναρξη της πορείας που στον τερματισμό της (στο βαθμό που η κοινωνική αντίσταση δεν τη σταματήσει) βρίσκεται ένα αυταρχικό καθεστώς με αφυδατωμένες πολιτικές ελευθερίες. Τα βασικά στοιχεία αυτής τη αυταρχικής αφετηρίας είναι: η μετατροπή της ΕΕ (στην πραγματικότητα της γερμανικής κυβέρνησης) σε πραγματικό οικονομικό διευθυντήριο των χωρών της ευρωζώνης, κάτι που αναιρεί τη θεμελιώδη αστικοδημοκρατική κατάκτηση του «όχι φορολόγηση χωρίς εκπροσώπηση ∙ η άρνηση διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών και η επιβολή ως πρωθυπουργού ενός τραπεζίτη τον οποίο κανείς δεν έχει εκλέξει για να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα το οποίο δεν έχει πάρει την έγκριση των ψηφοφόρων ∙ ο όξυνση της κρατικής καταστολή που στρέφεται πλέον κι εναντίον ομάδων και προσώπων που παλιά ήταν στο απυρόβλητο, όπως οι πρόεδροι των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών. Στην τρίτη φάση της μνημονιακής περιόδου το ζήτημα της δημοκρατίας αποκτάει κεντρική θέση στην ατζέντα του κοινωνικού ανταγωνισμού. 

β) 5 άξονες μιας αριστερής απάντησης στην κρίση

1. Το βασικό διακύβευμα της κρίσης για την Αριστερά θα πρέπει να είναι το ποιος πληρώνει το λογαριασμό. Παρά το ότι τα ζητήματα της νομισματικής πολιτικής (ευρώ ή δραχμή) και του χρέους (στάση πληρωμών ή επαναδιαπραγμάτευση) είναι αυτά που έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα την Αριστερά και το Κίνημα, στην πραγματικότητα η αφετηρία κάθε αριστερής προσέγγισης για την αντιμετώπιση της κρίσης, βρίσκεται αλλού. Δηλαδή, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη δικιά μας αφετηρία εκεί ακριβούς που εκκινούν οι πολιτικές της αντίπαλης πλευράς. Και η αφετηρία όλων των «προγραμμάτων σταθεροποίησης και προσαρμογής», όλων των σχεδιασμών του αστικού πολιτικού μπλοκ, είναι ότι οι πλούσιοι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να πληρώσουν το λογαριασμό της κρίσης. Όλο το κόστος της κρίσης πρέπει να μεταφερθεί σε αυτούς που επωμίστηκαν τα βάρη και κατά την περίοδο της ανάπτυξης: στους εργαζόμενους, στους «από κάτω». Αυτή είναι η κεντρική ιδέα των ασκούμενων πολιτικών στην Ελλάδα και τον κόσμο, και με αυτήν θα πρέπει να αναμετρηθούμε κατά κύριο λόγο. Και ο μόνος τρόπος για να το κάνουμε, είναι να αναδείξουμε τον κραυγαλέα ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής κυβέρνησης, ΕΕ και ΔΝΤ, να ξαναθυμηθούμε ότι η κοινωνία χωρίζεται σε αντιμαχόμενα ταξικά στρατόπεδα που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, να υπογραμμίσουμε ότι τα μνημόνια δεν χτυπάνε γενικά την κοινωνία, αλλά τους ασθενέστερους οικονομικά, και ότι ακόμα και αν οι πολιτικές τύπου ΔΝΤ οδηγήσουν τη χώρα στην άβυσσο (όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν με την Αργεντινή), αυτό δεν οφείλεται σε κακούς υπολογισμούς και λάθος εφαρμογές, αλλά στη λυσσαλέα άρνηση των καπιταλιστών να θυσιάσουν έστω και μέρος από τα κέρδη τους, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο του χάους. Η αντιμετώπιση της κρίσης είναι επίδικο της ταξικής πάλης και όχι ζητούμενο οικονομολογικών εμπνεύσεων ή σχεδιασμών εθνικής ανασυγκρότησης. Αφετηρία λοιπόν κάθε αριστερής πολιτικής θα πρέπει να είναι το «να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι».  Ναι, «λεφτά υπάρχουν» σε αυτήν την κοινωνία, και πρέπει να τα πάρουμε από τους λίγους που τα έχουν, για να καλύψουμε τις ανάγκες των πολλών.

2. Κανένα επιμέρους μεταβατικό αίτημα της Αριστεράς δεν μπορεί να τίθεται ανεξάρτητα από τα ζητήματα του συνολικού πλαισίου της πολιτικής πρότασης μας, της εξουσίας, της αναδιανομής του πλούτου και της μαζικής κινητοποίησης. Σε μια συγκυρία γενικευμένης σύγχυσης (η οποία δεν αφορά μόνο τους «από κάτω» που χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια  τους, αλλά αγγίζει εξίσου και τα επιτελεία των «από πάνω»), είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να παρουσιάζονται  από αριστερές φωνές επιμέρους μέτρα ως πανάκειες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τέτοιες προσεγγίσεις μεγαλώνουν τη σύγχυση, καλλιεργούν τις αυταπάτες για μαγικές λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις, και (πράγμα που είναι το κυριότερο) μπορούν να ενσωματωθούν πολύ εύκολα σε αστικές στρατηγικές. Είναι τέτοια η αστάθεια της εποχής μας, όπου πολλά μέτρα που χτες μόλις φάνταζαν ριζοσπαστικά, σήμερα μπορούν πολύ εύκολα είτε να μην έχουν καμιά χρησιμότητα για τους εργαζόμενους είτε και να αποτελέσουν μέρος διαφορετικών αστικών στρατηγικών.  Τα παραδείγματα είναι πολλά: τόσο το ευρώ όσο και η δραχμή από μόνα τους μπορούν να λειτουργήσουν καταστρεπτικά για τους εργαζόμενους (μέσω της μόνιμης αυστηρής λιτότητας ή των απανωτών ανταγωνιστικών υποτιμήσεων)∙ το διαβόητο μεγάλο κούρεμα του χρέους (το οποίο θα ακολουθήσει γρήγορα ένα ακόμα μεγαλύτερο) έρχεται πολύ αργά και συνοδεύεται από δρακόντεια αντεργατικά μέτρα ∙ μια ενδεχόμενη κρατικοποίηση των τραπεζών (μέσω της παροχής στο κράτος κοινών μετοχών σε αντάλλαγμα της στήριξης τους) σε τίποτα δεν ωφελεί τους ασθενέστερους, στο βαθμό που οι κρατικοποιημένες τράπεζες θα εξακολουθούν να λειτουργούν με αγοραία κριτήρια ∙ το ευρωομόλογο προτείνεται πλέον από οικονομολόγους και πολιτικούς ως μέτρο σωτηρίας του νεοφιλελευθερισμού . Με δυο λόγια, τα αιτήματα που κατά καιρούς έχουν διεκδικήσει αριστερές δυνάμεις, χάνουν το αριστερό πρόσημο τους όταν αποτελούν μέρος αστικών σχεδιασμών. Η Αριστερά θα πρέπει λοιπόν να συνδέει κάθε επιμέρους μεταβατικό αίτημα :

α) Με ένα συνολικό σχέδιο αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση. Απ’ όσα έχουμε ήδη αναφέρει γίνεται σαφές ότι πρέπει συνεχώς να τονίζεται ότι το ίδιο μέτρο ενταγμένο σε διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο, έχει διαφορετικά αποτελέσματα. Επιπλέον, από την τρέχουσα συγκυρία δεν προκύπτει η ανάγκη για επιμέρους «θεματικές» καμπάνιες (πχ για το χρέος),

β) Με το ποιος έχει την εξουσία για να εφαρμόσει τα μέτρα, αν πρόκειται δηλαδή για το αστικό μπλοκ ή τη λαϊκή αυτεξουσία. Χωρίς η εξουσία να είναι στα χέρια των εργαζομένων, δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή έξοδος από την κρίση. Κι αυτό γιατί: Πρώτον, δεν υπάρχει μερίδα του αστικού μπλοκ διατεθειμένη να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Δεύτερον, γιατί, όπως προείπαμε, τα ίδια μέτρα έχουν διαφορετικό χαρακτήρα αν αλόγως του συνολικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, πράγμα που σημαίνει ότι αν αναθέσουμε στους «από πάνω» την εφαρμογή τους, δεν πρόκειται να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα. Τρίτον, οποιαδήποτε εκδοχή ριζοσπαστικής πολιτικής στις δεδομένες συνθήκες απαιτεί αναπόδραστα την άσκηση της οργανωμένης προλεταριακή πίεσης πάνω στους κεφαλαιοκράτες, καθώς και την κήρυξη «από τα κάτω» καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης.

γ) Με τη σκληρή φορολόγηση του κεφαλαίου προς όφελος της κοινωνίας, κάτι που είναι η αναγκαία σύμβαση για να μπορέσει να λειτουργήσει η οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση. Αν δεν βρεθούν χρήματα για να αντιμετωπιστεί η εξαθλίωση που αντιμετωπίζουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, περιττεύει η όποια άλλη συζήτηση για το χρέος ή για το νόμισμα.

δ) Με τη μαζική, αποφασισμένη και συγκρουσιακή παρουσία των μαζών στους δρόμους, χωρίς την οποία ακόμα και η πλέον αριστερή κυβέρνηση είναι καταδικασμένη στην ενσωμάτωση στο μνημονιακό πλαίσιο. Η ανατροπή όχι μόνο δεν είναι εκπομπή, αλλά δεν είναι και προτζεκτάκι για να το αναθέσουμε στον οποιοδήποτε. Η ραγδαία συντηρητικοποίηση της κυβέρνησης Μοράλες στη Βολιβία αποτελεί μια ακόμα (στις τόσες πολλές στο πέρασμα του χρόνου) απόδειξη για το ότι οι κυβερνητικοί θώκοι διαφθείρουν και ενσωματώνουν.

3. Η άμεση άρνηση πληρωμής του χρέους αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για οποιαδήποτε πολιτική φιλοδοξεί να υπερασπιστεί τα εργατικά συμφέροντα. Για το θέμα του χρέους έχει χυθεί πολύ μελάνι (υπερβολικά πολύ ίσως), οπότε μάλλον δεν χρειάζεται διεξοδική επιχειρηματολογία. Ωστόσο, είναι αναγκαίες δύο επισημάνσεις. Πρώτον, στη φάση που βρισκόμαστε, δεν αρκεί η άρνηση πληρωμής μόνο του λεγόμενου «άνομου χρέους». Για την ακρίβεια, δεν έχει πλέον και ιδιαίτερο νόημα η συζήτηση για ποιο χρέος είναι «νόμιμο» ή «παράνομο». Είναι τέτοιο το βάθος της κρίσης, που πολύ απλά το χρέος δεν μπορεί να πληρωθεί. Άλλωστε ακόμα και από καθεστωτικούς οικονομολόγους ομολογείται ότι το κούρεμα κατά 50% (που αποφασίστηκε στις 26 Οκτώβρη) δεν είναι παρά το πρελούδιο μιας νέας, ακόμα μεγαλύτερης , περικοπής. Η δεύτερη (και πιο σημαντική) επισήμανση έχει να κάνει με τους όρους που συνοδεύουν τα διάφορα «κουρέματα». Κανένα λοιπόν «κούρεμα» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αν συνοδεύεται από σκληρή λιτότητα και θίγει την περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί το «κούρεμα» της 26ης Οκτωβρίου να αποτελέσει θρυαλλίδα για την ανατίναξη του ασφαλιστικού συστήματος.

4. Αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στο ευρώ και τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι προφανές ότι ούτε για μια στιγμή δεν θα διστάσουμε να επιλέξουμε τα δεύτερα.  Ανήκουμε σε αυτούς που αγωνίστηκαν για να μην μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ, εκτιμώντας ότι το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αλλά εργαλείο όξυνσης της εκμετάλλευσης , αφού διοχετεύει στην εργασία όλη την πίεση από τα όποια ελλείμματα ανταγωνιστικότητας. Επίσης, ουδέποτε θεωρήσαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοϊκό πεδίο για την ταξική πάλη από την πλευρά των εργαζόμενων, βλέποντας ότι η ΕΕ δεν είναι παρά μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που στόχο έχει να ευνοήσει την  προσπάθεια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να εντείνει την εκμετάλλευση στην ενδοχώρα του και να κερδίσει πόντους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, δεν ανήκουμε σε αυτούς που κάνουν παντιέρα τη δραχμή, δεν παραβλέπουμε τις καταστροφικές συνέπειες μιας ανεξέλεγκτης εξόδου από το ευρώ, δεν προβάλλουμε σχέδια «παραγωγικής  ανασυγκρότησης της χώρας» που παραπέμπουν στο Μεσοπόλεμο (σαν να μην έχει συμβεί τίποτα στον αιώνα που πέρασε), δεν κλείνουμε τα μάτια μπρος στην ασφυκτική συνθήκη που δημιουργεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση,  δεν αναφερόμαστε στη «χώρα» ως υποκείμενο , αλλά στους εργαζόμενους, και πάνω απ’ όλα, έχουμε συνείδηση ότι χωρίς διεθνείς συμμαχίες καμιά ανατρεπτική διαδικασία δεν μπορεί να είναι νικηφόρα. Για μας το ζήτημα της επιλογής νομίσματος δεν είναι πρωτεύον και οφείλει να ενταχθεί στο συνολικό πλαίσιο του σχεδίου της Αριστεράς. Πρέπει όμως να είμαστε καθαροί. Στον ιταμό εκβιασμό που μας κάνουν να αποδεχτούμε το Μνημόνιο για να μείνουμε στο ευρώ, η δικιά μας απάντηση, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι ο αποχαιρετισμός στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

5. Μπροστά στη βαθιά συστημική κρίση του καπιταλισμού, είναι απαραίτητο η Αριστερά να προτάξει ένα διαφορετικό συνολικό μοντέλο για την κοινωνία και την οικονομία. Η κατάρρευση του «υπαρκτού» συμπαρέσυρε και τις «μεγάλες αφηγήσεις» (που στην πραγματικότητα ήταν ασφυκτικά μικρές) με αποτέλεσμα να εγκαινιαστεί για την Αριστερά η εποχή των συγκεκριμένων αιτημάτων με κοντινό πολιτικό ορίζοντα. Ακόμα και οι σχηματισμοί που πλειοδότησαν στην επίκληση του σοσιαλισμού και της ανατροπής, το έκαναν με τόσο αφηρημένο κι υπερβατικό τρόπο, ώστε το «μετά τον καπιταλισμό» να μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο παρά με πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού. Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου ο καπιταλισμός αποκαλύπτει με εκρηκτικό τρόπο την καταστροφική φύση του, όπου η συνύφανση της οικονομικής κρίση με την οικολογική κρίση δημιουργεί σκηνικό Αποκάλυψης, όπου γίνεται φανερό σε ολοένα και περισσότερους ότι το πρόβλημα δεν είναι οι όποιες δυσλειτουργίες του συστήματος , αλλά το ίδιο το σύστημα. Επιπλέον, είμαστε στη στιγμή όπου η αλαζονεία (μετά από 30 χρόνια θριάμβων) του αστικού μπλοκ καθώς και οι αδυσώπητες επιταγές της δοκιμαζόμενης καπιταλιστικής μηχανής, μοιάζουν να κλείνουν το δρόμο σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.  Αυτή είναι λοιπόν η ώρα να προτάξουμε ένα διαφορετικό μοντέλο αλληλέγγυας, δημοκρατικής και οικολογικής οικονομίας, να το δοκιμάσουμε σε πειράματα αυτοοργάνωσης κι εναλλακτικής παραγωγής, να το συγκεκριμενοποιήσουμε σαν εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα. Σε ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να κρατήσουμε μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα σε έναν προπαγανδιστικό μεσσιανισμό, αποκομμένο από την κοινωνία, και σε έναν «ευρύχωρο» μεταρρυθμιστικό κινηματισμό, που αποκόπτεται όμως από την ανατροπή. Θα πρέπει επίσης να βρούμε τον τρόπο από τη μια μεριά να σεβόμαστε τις αναγκαιότητες και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων της λαϊκής κοινωνικής αντίστασης, που είναι το κύριο υποκείμενο της αντιπαράθεσης με το καθεστώς, και από την άλλη, να εργαζόμαστε ταυτόχρονα για τη διαμόρφωση του πολιτικού ορίζοντα του «μετά», που αν και μπορεί να μη συμβαδίζει πάντα με τις τρέχουσες κοινωνικές αντιλήψεις, είναι αυτός που δίνει πολιτική προοπτική στην κοινωνία, διαμορφώνοντας το αριστερό αντιπαράδειγμα στον καπιταλισμό. Το στοίχημα είναι μέγα βέβαια. Αλλά σε μια στιγμή που ο κόσμος όπως τον ξέραμε θρυμματίζεται, η Αριστερά δεν καλείται μόνο να αντισταθεί, αλλά να ξαναδημιουργήσει το Νόημα της ζωής. Άσε που πλέον δεν έχουμε και πολλά να χάσουμε

γ) Σημείωση 1: Μπορούμε να μιλάμε για μια κυβέρνηση της Αριστεράς και για ποια;

Στις σημερινές συνθήκες η συζήτηση και ο στόχος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, παρ’ όλες τις τραγικές εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς σε αστικές κυβερνήσεις, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Κι αυτό όχι επειδή θεωρούμε ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εφικτό στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, ούτε για να μπορούμε να απαντάμε όταν μας ρωτάνε «και η δική σας πρόταση ποια είναι», αλλά για ζωτικότερης σημασίας ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Εξηγούμαστε:

Πρώτον, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση ευρέα λαϊκά στρώματα αναρωτώνται μήπως η Αριστερά μπορεί να αποτελεί λύση – αναμφίβολα αυτό γίνεται αποσπασματικά, αμφιθυμικά, πρωτόγονα και οπωσδήποτε απολύτως κοινοβουλευτικά, ωστόσο, υπό ορισμένες πολιτικές και κινηματικές προϋποθέσεις, αυτή η «γενική διάθεση» μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ριζοσπαστικών εξελίξεων, με αβέβαιη έκβαση μεν, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο ενδιαφερουσών από μια «καθαρή» ιδεολογική προετοιμασία ερήμην της κίνησης του λαϊκού παράγοντα˙ δεύτερον, αν και διαθέτουμε την πιο μαζική και αριστερή Αριστερά της Ευρώπης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική της πλευρά, αν δεν συνδεθεί οργανικά με το κίνημα, ωθώντας το και ωθούμενη από αυτό, στον αυτομετασχηματισμό σε αντισυστημικό κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, όσο αυξάνονται η εκλογική επιρροή της και τα ενδεχόμενα συμμετοχής της στην πολιτική εξουσία θα μειώνει το ριζοσπαστισμό και τις οριοθετήσεις της – τούτο όμως αντί να αποτελεί ευκαιρία για μία ακόμα καταγγελία του ρεφορμισμού πρέπει από τώρα να μας κινητοποιεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας εκείνων των κινηματικών και ιδεολογικοπολιτικών συνθηκών που θα φέρουν την Αριστερά στο κέντρο της κοινωνικής αντιπολίτευσης στην καπιταλιστική επίθεση, καθιστώντας την ελκυστική εναλλακτική λύση (με αυτή έννοια, το γνωστό αξίωμα «άλλο το κόμμα και άλλο τα κινήματα, γιατί τα δεύτερα διεκδικούν και το πρώτο τα εκπροσωπεί» είναι για πέταμα, γιατί έτσι το κόμμα καταδικάζεται στη γραφειοκρατία και τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τα κινήματα στην αποσπασματικότητα και το στείρο διεκδικητισμό)˙ τρίτον –και ίσως κυριότερο–, γιατί στις παρούσες συνθήκες, με την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στα αστικά κόμματα και την ανάδυση ενός πρωτόγνωρου γαλαξία κινηματικών αντιστάσεων, λαϊκών συνελεύσεων και πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, η συζήτηση «για μια και για ποια κυβέρνηση της Αριστεράς» αποτελεί εξαιρετικό όχημα (όχι βέβαια ως πλατφόρμα για την κοινή δράση των κινημάτων και το συντονισμό των αγώνων) για την εμβάθυνση της ιδεολογικοπολιτικής αναζήτησης σε ζητήματα που μέχρι τώρα απασχολούν ελάχιστα τόσο την Αριστερά όσο και τα κινήματα, όπως, π.χ., ποιο εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο μπορεί να εξασφαλίζει μια ανθρώπινη ζωή σε όλο τον πλανήτη σεβόμενο παράλληλα το περιβάλλον, ολιγαρκής αφθονία και υποανάπτυξη, κοινωνικά αγαθά, εθνικοποιήσεις και κεντρικός σχεδιασμός, κοινωνική αυτοοργάνωση, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, κοινοτικά συμβούλια και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί, διατροφική επάρκεια και κοινωνικός προστατευτισμός κ.λπ.

Με αυτά τα δεδομένα, ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να συμμετάσχουμε δημιουργικά στη σχετική συζήτηση με τα εξής κριτήρια-άξονες:

  • Μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην οποία δεν θα συμμετέχουν αστικά κόμματα. Αυτό δεν αποκλείει συνεργασία με «αντιμνημονιακά» τμήματα της κατακερματισμένης σοσιαλδημοκρατίας με την προϋπόθεση ότι θα αποδέχονται ένα πλήρες πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, δεν θα έχουν υπάρξει πρωτεργάτες της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ούτε καθάρματα στιλ Ραυτόπουλου και, όπως όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές εξάλλου, θα έχουν εκ των προτέρων καταθέσει την παραίτησή τους στη συλλογική ηγεσία του ψηφοδελτίου – δημοκρατία δεν σημαίνει συνενοχή στην αποστασία.

  • Μια κυβέρνηση της Αριστεράς εκ των προτέρων δεσμευμένη ότι θα εφαρμόσει μια συγκεκριμένη δέσμη κοινωνικών μέτρων με κορμό την αποκατάσταση των λαϊκών εισοδημάτων, την κατάργηση αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νόμων, την ακύρωση περιβαλλοντοκτόνων έργων, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για τον πλήρη διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας και το δραστικό περιορισμό του ανεξέλεγκτου της αστυνομίας, του στρατού και της δικαιοσύνης, την επανακρατικοποίηση όλων των οργανισμών και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με κοινωνικό έλεγχο και προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της χώρας και τη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, την υψηλή φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και ακίνητης περιουσίας, την κοινωνικοποίηση των μεγάλων ΜΜΕ μέσω της απόδοσης της διεύθυνσης και της λειτουργίας τους σε συνεταιρισμούς των εργαζομένων σε αυτά, αποπέμποντας από την ιδιοκτησία τους τους εφοπλιστές και τους μεγαλοκατασκευαστές, την πάταξη της φοροδιαφυγής των πλουσίων με αυτόματη δήμευση περιουσιακών στοιχείων τους, το πάγωμα των στρατιωτικών δαπανών και την πλήρη διαγραφή του χρέους. Βασική προγραμματική δέσμευση μιας τέτοιας κυβέρνησης πρέπει να είναι ότι εφόσον η εξαγγελία ή η εφαρμογή τέτοιων μέτρων προκαλέσει την αποβολή της από την ευρωζώνη ή την ΕΕ θα προχωρήσει ή θα παραιτηθεί.

  • Μια κυβέρνηση της Αριστεράς που πριν γίνει κυβέρνηση, δηλαδή από σήμερα, επιδιώκει να συνδιαμορφώσει με τα κοινωνικά κινήματα και τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους ένα τέτοιο πρόγραμμα μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, το οποίο επιδιώκει να εγκριθεί ως «πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας» από μια πανελλαδική λαϊκή εθνοσυνέλευση, αντιπρόσωποι της οποίας θα συμμετάσχουν στις εκλογικές λίστες με εγγύηση των κομμάτων της Αριστεράς ότι κατ’ αναλογία θα εκλεγούν. Μια τέτοια λαϊκή εθνοσυνέλευση εφόσον η Αριστερά μέσω εκλογών γίνει κυβέρνηση, συγκροτούμενη σε σώμα με εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους από εργατικά και τοπικά συμβούλια και στη συνέχεια από γεωγραφικές περιφέρειες και κλάδους παραγωγής, μπορεί να αποτελέσει βασικό θεσμό κοινωνικής αντιεξουσίας, ελέγχοντας την αριστερή κυβέρνηση και συρρικνώνοντας το ρόλο του αστικού κοινοβουλίου, κυρίως όμως ενισχύοντας την κοινωνική αυτοοργάνωση και την αντιπαράθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις δομές του αστικού κράτους. «Καμιά οικονομική δομή δεν μπορεί να αναπτυχθεί εν κενώ στη βάση των δικών της εσωτερικών νόμων. Κάτι τέτοιο θα αντίκειτο στην ίδια την έννοια την έννοια της ανάπτυξης, η οποία υπαγορεύει την απόρριψη των άλλων οικονομικών υποδειγμάτων, την υποταγή τους στο νέο υπόδειγμα και τελικά τη σταδιακή εξάλειψή τους», τονίζει ο εκ των ηγετών της ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης Πρεομπαζένσκι στα Νέα Οικονομικά, ενώ και ο Μαρξ είναι απόλυτα σαφής για το συνολικό συγκρουσιακό χαρακτήρα της δυαδικής εξουσίας στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Αν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να διαχωριστεί από τη λογική του κεφαλαίου, θα κατανοήσει ότι είναι αναγκασμένη να προχωράει ολοένα και πιο πέρα, να επιβάλλεται ακόμα περισσότερο στην παλιά κοινωνική τάξη, να αποσπά το κεφάλαιο από την αστική τάξη και να παραδίδει τα μέσα παραγωγής στον έλεγχο του κράτους».

Προφανώς, με τους παρόντες κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, τον ασφυκτικό διεθνή περίγυρο και την κατάσταση της υπαρκτής Αριστεράς μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι συνολικά υλοποιήσιμη, είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμη τόσο από στρατηγική όσο και από τακτική πλευρά. Η διαφορά της αντικαπιταλιστικής μεταβατικής λογικής με τον αντικαπιταλιστικό ρεφορμισμό και τον αντικαπιταλιστικό αριστερισμό έγκειται στο εξής: Ο μεν πρώτος μπορεί να συγκρούεται με το σύστημα, αλλά δεν έχει στον ορίζοντά του την τελική αναμέτρηση με αυτό, άρα δεν οικοδομεί τις αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες από σήμερα για την κοινωνική χειραφέτηση και την υπέρβαση του καπιταλισμού, ο δε δεύτερος ασφαλώς και συγκρούεται με το σύστημα, όμως στο πλαίσιο κυρίως συσσώρευσης δυνάμεων για την τελική αναμέτρηση, υποτιμώντας ή αγνοώντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να προέλθει μόνο από την προϋπάρχουσα κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας του και τη χειραφετητική δράση των υποτελών τάξεων μέσα από αυτοοργανωμένες και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές. Αντίθετα, η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, έχοντας υπόψη τα προηγούμενα και ξεπερνώντας την αντίληψη του κόμματος-επιτελείου, είτε με τη μορφή του κόμματος μαζών είτε με την αντίστοιχη του κόμματος στελεχών (και προφανώς μακράν της αναρχικής εσχατολογίας και του σχετικιστικού αναρχοσυνδικαλισμού), επιδιώκει τη σύνδεση με το πραγματικό επίπεδο συνείδησης των πλέον καταπιεσμένων αλλά και μαχητικών τμημάτων των κυριαρχούμενων τάξεων, μέσω της ενότητας στη δράση, ενώ παράλληλα προσπαθεί, μέσω της δικής τους συντονισμένης αυτοοργάνωσης και της δικής της οργανωμένης διάχυσης να αυτομετασχηματιστούν σε ανατρεπτική υποκειμενικότητα, στην οποία αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις υποδομής του κινήματος (και όχι του κράτους), όπως ο εργατικός έλεγχος, θα δίνουν σάρκα και οστά σε κοινωνικά αιτήματα όπως «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αποτελώντας ταυτόχρονα μορφωτική διαδικασία για την πραγμάτωση της λαϊκής αυτεξουσίας. «Αυτοδιοίκηση των παραγωγών, μια επανάκτηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία ως έκφραση της λειτουργίας της» τονίζει ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία για την Παρισινή Κομμούνα και θεωρώ ότι η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, παρότι πολύ μειοψηφική στην Αριστερά και το κοινωνικό κίνημα, είναι η μόνη που μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει ή και να αποσεχταριοποιήσει την πρώτη και παράλληλα να ενισχύσει την κοινωνική αυτοοργάνωση και την κοινωνική αντιεξουσία


δ) Σημείωση 2. Μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική πολιτική ενάντια στην ΕΕ

Η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στις αρχές της δεκαετίας του '50, με την Ένωση Χάλυβα και Άνθρακα, είχε τους εξής στόχους: Τη διαχείριση του ενδοευρωπαϊκού καπιταλιστικού ανταγωνισμού που οδήγησε την ανθρωπότητα σε δύο παγκόσμιους πολέμους, τη (σχετική έστω) εξισορρόπηση με το βορειοαμερικανικό καπιταλισμό, το δραματικό περιορισμό των αγορών και της ισχύος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού από την έκρηξη των μεταπολεμικών αντιαποικιακοκρατικών επαναστάσεων και τη δημιουργία νέων συνθηκών εκμετάλλευσης και ελέγχου της περιφέρειας, με κύριο εργαλείο το δανεισμό και το βρόχο του χρέους, και βεβαίως την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ, στο άρμα της οποίας προσδένονται μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.

Πρόκειται εξαρχής για μια διαδικασία καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, η οποία κλιμακώνεται τις επόμενες δεκαετίες, στη φάση της ΕΟΚ, μέσω κυρίως της συμμετοχής της πλειονότητας των ευρωπαϊκών αστικών κρατών και της δημιουργίας νεοαποικιακών σχέσεων εκμετάλλευσης με την περιφέρεια, ιδιαίτερα την Αφρική, για να απογειωθεί μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στις νέες συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε ολοκληρωμένο, ως προς τη δομή και όχι απλώς τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ, καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η νομισματική ένωση, η ευρωαστυνομία και ο ευρωστρατός, η ποιοτική αναδιάρθρωση των σχέσεων εκμετάλλευσης τόσο στο εξωτερικό όσο, πλέον, και στο εσωτερικό της ΕΕ, κυρίως όμως ο κεντρικός σχεδιασμός και οι μηχανισμοί πολιτικής επιβολής των νέων σχέσεων εκμετάλλευσης ανταποκρίνονται πλήρως σε αυτό που ο Λένιν όριζε ως «ιμπεριαλισμός ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού» στο ομώνυμο βιβλίο του.

Με αυτή την έννοια, στόχος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να είναι η διάλυση της ΕΕ στην προοπτική δημιουργίας μιας Κοινότητας των Λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η «Ενωμένη Ευρώπη» ουδέποτε υπήρξε «το κοινό μας σπίτι» ή «ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης της ταξικής πάλης» (τα κινήματα ουδέποτε χρειάστηκαν τη συμμετοχή των χωρών τους σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς θεσμούς για να αναπτυχθούν και να αλληλοτροφοδοτηθούν – το απέδειξε περίτρανα το επαναστατικό κύμα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, και όχι μόνο), αλλά κυρίως επειδή η ΕΕ αποτελεί πλέον το διευθυντικό όργανο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και των επιμέρους αρχουσών τάξεων και εθνικών κρατών για τη μετάβαση με όχημα την κρίση σε ολοκληρωτικές μορφές καπιταλισμού και «κινεζοποίησης». Εξάλλου, ο στόχος της διάλυσης της ΕΕ είναι αναγκαίος για τη χειραφέτηση των ευρωπαϊκών κοινωνικών κινημάτων από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και εκβιασμούς, το συντονισμό των αγώνων τους, τον απεγκλωβισμό τους από τον τοπικισμό και τη διεθνιστική συνάντησή τους σε κοινούς ευρωπαϊκούς αγώνες. Αν, λοιπόν, η αντικαπιταλιστική Αριστερά θεωρεί ότι το εθνικό αστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται από την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά από την από την από τα κάτω διάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης και των δομών εξουσίας, τούτο ισχύει πολλαπλάσια για την ΕΕ και η αγκύλωση στον «εκδημοκρατισμό της ΕΕ» και την «κοινωνική Ευρώπη» λειτουργεί πλέον ανασταλτικά και για την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων σε εθνική κλίμακα.

Εντούτοις, διαφωνούμε με την άποψη για αποδέσμευση από την ΕΕ, εκτός αν προκύψει μέσα από την εφαρμογή μιας αντικαπιταλιστικής μεταβατικής πολιτικής, όπως περιγράφεται στη προηγούμενη σημείωση για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Διαφωνούμε κυρίως επειδή η πρόταξη του στόχου της αποδέσμευσης ή η προβολή της ως συμπύκνωσης της ρήξης με τον καπιταλισμό έχει τα εξής προβλήματα: Πρώτον, συς κοτίζει τον πυρήνα της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής που είναι πρωτίστως η σύγκρουση με το «δικό μας» καπιταλισμό και το «δικό μας» αστικό κράτος. Έτσι, ακόμα κι αν προβάλλεται με απολύτως αριστερή επιχειρηματολογία καλλιεργεί (τις διαδεδομένες) αυταπάτες του τύπου «μόνοι μας είμαστε καλύτερα», ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι παλιότερα ήμασταν καλύτερα όχι επειδή ήμασταν μόνοι, αλλά γιατί οι δυνατότητες του καπιταλισμού και, κυρίως, ο διεθνής και εθνικός ταξικός συσχετισμός ήταν ευνοϊκότερος για τα λαϊκά στρώματα. Δεύτερον, γιατί η πολιτική της αποδέσμευσης, ως αιχμή της αναχαίτισης της καπιταλιστικής επίθεσης και όχι ως αναπόφευκτο τμήμα μιας ήδη εν κινήσει αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο, μοιραία αναγκάζεται, ακόμα κι αν προβάλλεται από διεθνιστικά ρεύματα, να καταφύγει στο φτωχό –και εντέλει εθνοκεντρικό και ρεφορμιστικό– ιδεολογικό οπλοστάσιο της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και των θεωριών περί εξάρτησης. Προφανώς, δεν εννοώ ότι η διάλυση της ΕΕ θα προέλθει από την ταυτόχρονη σοσιαλιστική μετάβαση των ευρωπαϊκών χωρών («η επανάσταση εκδηλώνεται στο εθνικό πεδίο, εξαπλώνεται στο διεθνή στίβο και ολοκληρώνεται σε παγκόσμια κλίμακα» επισημαίνει ο Τρότσκι, επειδή ακριβώς όπως η καπιταλιστική ανάπτυξη έτσι και η αντικαπιταλιστική μετάβαση «έχουν ανισόμετρο αλλά και συνδυασμένο χαρακτήρα»). Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι η πολιτική της αποδέσμευσης χωλαίνει τόσο από διεθνιστική σκοπιά, ρέποντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη και στον προοδευτικό ρόλο τμημάτων της εθνικής αστικής τάξης όσο και από ταξική σκοπιά για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Με το ίδιο σκεπτικό είμαι κατά του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Βεβαίως το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αντίθετα αποτελεί βασικό εργαλείο καπιταλιστικής υπερεκμετάλλευσης εντός και εκτός ΕΕ και ιμπεριαλιστικής καταλήστευσης αντίστοιχα (απλώς υπενθυμίζουμε τον εξαναγκασμό χωρών να εξάγουν αμειβόμενες με την αξία του εθνικού τους νομίσματος και να εισάγουν πληρώνοντας σε ευρώ, τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών εντός ΕΕ κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον προβληματική η επιμονή πολλών αριστερών διανοουμένων στη συνοχή της ευρωζώνης και η κινδυνολογία τους για το ενδεχόμενο αποβολής της Ελλάδας από αυτή. Από την άλλη, η προβολή της άποψης για επιστροφή στη δραχμή, πέραν των προβλημάτων που αναφέραμε στην κριτική της αποδέσμευσης, αναγκαστικά εμφανίζει την καπιταλιστική κρίση σαν κρίση χρέους, συσκοτίζοντας κοινωνικά και ταξικά επίδικα πρωταρχικής σημασίας για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και συμπλέοντας με συντηρητικά πατριωτικά ρεύματα.

Ισχυριζόμαστε ότι για την αντικαπιταλιστική διεθνιστική Αριστερά το ζήτημα του νομίσματος (όπως και της ΕΕ) εντάσσεται στη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο και της σοσιαλιστικής μετάβασης σε διεθνικό επίπεδο (ας μην ξεχνάμε ότι σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα δεν γίνεται, εκτός αν μιλάμε για «καπιταλισμό του κράτους ως στάδιο για το σοσιαλισμό», «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και άλλα τέτοια ευτράπελα και παρωχημένα). Επομένως, η προβολή εναλλακτικών μεταβατικών προτάσεων, όπως το κοινό νόμισμα χωρών του ευρωπαϊκού νότου και της βόρειας Μεσογείου ή η δημιουργία ενώσεων που θα ευνοούν τη συνεργασία και την αλληλεγγύη ενάντια στην καταλήστευση και τους εκβιασμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών, είναι πολύ λειτουργικότερη για το συντονισμό των κινημάτων και των λαών, καθώς και για τον απεγκλωβισμό της Αριστεράς από τις ατελείς –και αδιέξοδες– αφηγήσεις του αντικαπιταλιστικού ευρωπαϊσμού και του αντικαπιταλιστικού εθνοκεντρισμού.

Κατηγορίες: