Μετανάστευση – Αντιρατσιστικό Κίνημα

  • Δημοσιεύτηκε: Παρ, 16/12/2011 - 1:33μμ

(Το κείμενο στηρίζεται στην εισήγηση της Ημερίδας του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, 11/2011)
 
Μετανάστευση, εξαίρεση δικαιωμάτων και ρατσισμός
Τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται αύξηση της μετανάστευσης προς την Ελλάδα, με βασικό στοιχείο τον (νεο)προσφυγικό χαρακτήρα της πλειονότητας των μετακινούμενων από αφρικανικά και ασιατικά κράτη. Απέναντί τους, αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο πολιτικές αποκλεισμού από τις διαδικασίες νομιμοποίησης και ασύλου, με ταυτόχρονη την ένταση της καταστολής και την περαιτέρω θωράκιση των συνόρων, με στόχο όχι μόνο την αποτροπή εισόδου, αλλά και της μετακίνησης σε άλλα κράτη της Ε.Ε. και της ζώνης Σένγκεν. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών υπήρξε η εξώθηση των μεταναστών-ριών σε μια διαρκώς διευρυνόμενη γκρίζα ζώνη εξαίρεσης δικαιωμάτων, εργασιακής εκμετάλλευσης και αστυνομικής αυθαιρεσίας και, ακολούθως, στο ραγδαίο αποκλεισμό και εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του μεταναστευτικού πληθυσμού.


Σήμερα, αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη άνοδο του ρατσισμού από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη, αποκάθαρση και ένταξη της ακροδεξιάς στην επίσημη πολιτική σκηνή. Μια ακροδεξιά που πλέον στηρίζεται πολύ λιγότερο στα «εθνικά θέματα» και πολύ περισσότερο στον αντιμεταναστευτισμό και την υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας».
Οι εξελίξεις αυτές δεν σηματοδοτούν μόνο την επικράτηση του δόγματος καταστολής, αλλά μια ριζική αλλαγή πολιτικής: Το πέρασμα από τις πολιτικές περιορισμένης και επιλεκτικής απόδοσης δικαιωμάτων μέσω των διαδικασιών νομιμοποίησης ανα δύο ή τρία χρόνια της περιόδου 1997-2005, σε μια πολιτική αποκλεισμού και εξαίρεσης δικαιωμάτων. Την ίδια στιγμή, στο έδαφος του -ήδη πριν από την κρίση- συρρικνωμένου χώρου δικαιωμάτων των μεταναστών, γενικεύονται οι πολιτικές στιγματισμού και μετατροπής των μεταναστών και μεταναστριών σε αποδιοπομπαίους τράγους της κρίσης, και αναπτύσσεται παράλληλα ο ρατσισμός.

Ο τροφοδοτούμενος από την επίσημη πολιτική φαύλος κύκλος αποκλεισμού, παραβατικότητας της φτώχιας και αστικής υποβάθμισης, λειτουργεί εκ νέου αυτοεπιβεβαιωτικά προς τον επίσημο ρατσισμό. Η άνοδος του ρατσισμού χρησιμοποιείται ως πολιτικό αντιστάθμισμα της αντικοινωνικής πολιτικής, οι πολιτικές της ασφάλειας και του φόβου αποτελούν συνειδητή επιλογή των πολιτικών ελίτ και των ΜΜΕ για την διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας από την πολιτική του Μνημονίου. Η οργανωμένη από τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς προώθηση της ακροδεξιάς, όμως, εξυπηρετεί επίσης έναν σχεδιασμό για την αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, όχι μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά επίσης στο δρόμο. Η ανοχή και σύμπραξη των αστυνομικών αρχών στις καθημερινές ρατσιστικές επιθέσεις, οι συμπληρωματικές προς τη δράση της ακροδεξιάς αστυνομικές επιχειρήσεις σκούπα, η ατιμωρησία των δραστών και η δίωξη των θυμάτων, αποτελούν τον κανόνα, την έμπρακτη κρατική υπόθαλψη της ακροδεξιάς.
Ο ρατσισμός ήταν και είναι επίσημη πολιτική του κράτους, βασικός μηχανισμός διαχωρισμού, επιλεκτικής απόδοσης δικαιωμάτων και έντασης της εκμετάλλευσης. Ωστόσο σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και με μεγάλη ένταση στην Ελλάδα της κρίσης, ο «πόλεμος στην παράνομη μετανάστευση» έχει τεθεί ως βασική πολιτική προτεραιότητα, κινητοποιώντας ένα ευρύ πλέγμα φορέων και οργανισμών, από τα μέσα ενημέρωσης και ακαδημαϊκά think tanks μέχρι αστυνομικο-στρατιωτικά σώματα και το βιομηχανικό σύμπλεγμα των εξοπλισμών. Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης ως απειλής, η επικράτηση των αντιδραστικών αντιλήψεων της «πολιτισμικής σύγκρουσης» και η μετατροπή του μεταναστευτικού ζητήματος σε ζήτημα ασφάλειας, εντάσσονται σε μια προσπάθεια ελέγχου και πειθάρχησης όχι μόνο των μεταναστών, αλλά επίσης ως πεδίο ανάπτυξης ενός νέου αυταρχισμού και ως παραδειγματική εφαρμογή πολιτικών εξαίρεσης και μηδενικής ανοχής με τελικό αποδέκτη ολόκληρη την κοινωνία.
 
Αριστερά και αντιρατσιστικό κίνημα
Στην Ελλάδα της κρίσης, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών επανεμφανίζεται ένας αναπαλαιωμένος και εκσυγχρονισμένος εθνικισμός, ενώ ο ρατσισμός αποκτά βαρύνοντα ιδεολογικό ρόλο και αποκτά μεγαλύτερο έρεισμα μεταξύ των εργαζομένων. Ωστόσο, η θέση της Αριστεράς παρότι καθοριστική, είναι ιδιαίτερα προβληματική. Η γενικότερη αμηχανία απάντησης στη νεοφιλελεύθερη επίθεση και ανάδειξης εναλλακτικών πολιτικών, αντανακλάται στο μεταναστευτικό ζήτημα. Η Αριστερά παρότι βαλλόμενη από τους επίσημους και ανεπίσημους φορείς του ρατσισμού για τη φιλομεταναστευτική της στάση, εξακολουθεί να επιμένει στην παραδοσιακή κατάταξη των ζητημάτων της μετανάστευσης και του ρατσισμού στο χώρο των θεματικών παρεμβάσεων, των δευτερευουσών αντιθέσεων, στο χώρο του «απλώς ανθρωπιστικού». Με αυτό τον τρόπο η μετανάστευση και οι μετανάστες-ριες συνήθως εξορίζονται από το λόγο της Αριστεράς και υποτάσσονται στις ιεραρχήσεις και προτεραιότητες που θέτει μια «κεντρική πολιτική στρατηγική».
Χαρακτηριστική από αυτή την πλευρά είναι η προσφυγή από σημαντικά τμήματα της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, σε πολιτικές «εθνικού ακροατήριου», με τρόπο που συχνά αγνοεί ή αποσιωπά την αντικειμενική πολυεθνική σύνθεση της εργατικής τάξης, υποβαθμίζει την ανάγκη αντιρατσιστικής δράσης και, αναπόφευκτα, υποχωρεί και ενσωματώνει τα κυρίαρχα στερεότυπα και αντιλήψεις για τη μετανάστευση και τους μετανάστες-ριες. Αλλά, η υποχώρηση αυτή δεν σημαίνει απλώς εγκατάλειψη του πλέον εκμεταλλευόμενου τμήματος της εργατικής τάξης, αλλά τη συνολική μεταστροφή προς την υπεράσπιση μιας υποτιθέμενης εθνικής εργατικής ταξικής. Μια υποχώρηση που εν τέλει, ακόμη και στην περίπτωση που διευκολύνει την πρόσβαση σε μεγαλύτερα ακροατήρια, αυτό γίνεται με το κόστος της υπονόμευση της ίδιας της ταξικής αριστερής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές, ότι στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αδρανοποιούνται και υπονομεύονται στοιχεία της αντιρατσιστικής επιχειρηματολογίας και πολιτικής της προηγούμενης περιόδου. Ενώ κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι μετανάστες είναι το πλέον πληττόμενο και εκμεταλλευόμενο τμήμα των εργαζομένων, ωστόσο, τμήματα των γηγενών απειλούνται ή βρίσκονται ήδη κάτω από τα όρια της φτώχιας. Σε συνθήκες κατάρρευσης του (όποιου) κοινωνικού κράτους, ο αντιρατσιστικός αγώνας δεν μπορεί να εξαντλείται σε ανθρωπιστικά επιχειρήματα. Σε συνθήκες γενικής κατάργησης των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η εξώφθαλμη εκμετάλλευση και καταπίεση των μεταναστών δεν αρκεί για να συγκροτηθεί αντιρατσιστικό κίνημα.
Σήμερα, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να αναζητείται η δυνατότητα κοινών αγώνων -χωρίς ωστόσο να υποβαθμίζονται και να απλοποιούνται οι πολλαπλοί οικονομικοί, πολιτικοί και πολιτισμικοί διαχωρισμοί που διαπερνούν τις σχέσεις ντόπιων και μεταναστών, χωρίς να υποτιμάται η εξ αρχής θέση υπεροχής των ντόπιων λόγω της ένταξής τους στο κυρίαρχό έθνος, της απόλαυσης πολιτικών δικαιωμάτων, της συμμετοχής στην οικία γλώσσα και κουλτούρα, και συνολικά στην πρόσβαση σε όλο το πλέγμα των δεσμών εντοπιότητας που στερούνται μεγάλα τμήματα των μεταναστών-ριών. Εδώ, κρίσιμο σημείο αποτελεί η αναγνώριση των μεταναστών-ριών ως ενεργών υποκειμένων και ως οργανικού τμήματος της εργατικής τάξης και η επιδίωξη κοινών αγώνων. Η θέση αυτή δεν σημαίνει απλώς τη ρητορική συμπερίληψη των μεταναστών και μεταναστριών στο εργατικό κίνημα, αλλά αντίθετα σημαίνει ένα διαρκές εγχείρημα ξεπεράσματος πολλαπλών ανισοτήτων και διαχωρισμών.
Οι μετανάστριες και οι μετανάστες εργαζόμενοι καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο υπήρξαν το κατεξοχήν υπόδειγμα της εφαρμογής των επισφαλών όρων εργασίας. Στις σημερινές συνθήκες, όπου η επισφάλεια επεκτείνεται σε ευρύτερες κατηγορίες των γηγενών εργαζομένων, η ήδη υπονομευμένη από την ανισότητα δικαιωμάτων και τον ενδοταξικό ανταγωνισμό (και βέβαια την ανεπάρκεια του συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς) συνάντηση των ντόπιων και των μεταναστών εργαζομένων σε κοινές διεκδικήσεις και κοινή οργάνωση γίνεται ακόμη δυσχερέστερη. Με αυτή την έννοια, η συνάντηση ντόπιων και μεταναστών δεν είναι δεδομένο ή σύνθημα, αλλά διακύβευμα, σε μια εποχή κρίσης των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης της εργασίας. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδειξη νέων δυνατοτήτων, την αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης και κυρίως για τη δημιουργία όρων αντίστασης στην εντεινόμενη επίθεση ενάντια στο εισόδημα, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Σήμερα, η έμπρακτη αλληλεγγύη αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανάπτυξη του μεταναστευτικού κινήματος και του ξεπεράσματος της γραφειοκρατικοποίησης και ενσωμάτωσης που χαρακτήρισε την πρώτη περίοδο των μεταναστευτικών οργανώσεων και κοινοτήτων. Οι πρωτοβουλίες ενάντια στη φτώχια και τον αποκλεισμό, τα δίκτυα αλληλεγγύης, κινήσεις αυτοοργάνωσης σε επίπεδο γειτονιάς αποτελούν τον προνομιακό χώρο συνεύρεσης και αναζήτησης τρόπων αντίστασης στα κοινά προβλήματα. Η κοινωνική αλληλεγγύη αποκτά αποφασιστικό πολιτικό ρόλο και περιεχόμενο, που τίθεται την ίδια στιγμή με όρους επείγοντος, αλλά εξίσου με όρους συγκρότησης των κοινωνικών αντιστάσεων, ανοίγει ένα νέο και πεδίο ώστε οι στρατηγικές επιβίωσης στην κρίση να μετασχηματιστούν σε στρατηγικές αυτοοργάνωσης.
Το αντιρατσιστικό κίνημα και η Αριστερά πρέπει σήμερα όχι απλώς να σταθεί πλάι, αλλά ενεργά να συμβάλλει στην αυτοοργάνωση των μεταναστών και μεταναστριών, αναγνωρίζοντας παράλληλα την αυτονομία τους. Η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών και μεταναστριών και η αντίσταση στο ρατσισμό αποτελούν τον βασικό κορμό των αιτημάτων που πρέπει πεισματικά να τίθεται και οφείλουν να είναι αναπόσπαστο μέρος της αριστερής πρότασης εξόδου από την κρίση. Το παράδειγμα του αγώνα των 300 απεργών πείνας μεταναστών, άλλωστε, αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη ότι οι συνθήκες της κρίσης και του Μνημονίου όχι μόνο δεν επιτάσσουν την υποχώρηση από τα μεταναστευτικά ζητήματα, αλλά ότι, αντίθετα, οι μεταναστευτικοί αγώνες μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα αντίστασης και αποφασιστικότητας για όλους τους εργαζομένους και εργαζόμενες.

Κατηγορίες: