Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 39 - Μετά τις εκλογές... Ασταθείς ισορροπίες και πολιτικά επίδικα

  • Δημοσιεύτηκε: Τετ, 25/06/2014 - 12:38μμ

Για τα αποτελέσματα των δημοτικών, περιφερειακών και ευρωπαϊκών εκλογών έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά (ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα), οπότε θα περιοριστώ σε ορισμένα συνοπτικά συμπεράσματα:   

1) Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς πρώτο κόμμα σε επίπεδο επικράτειας, σταθεροποιώντας το ποσοστό του των εκλογών του 2012. Δείχνει όμως ότι το 35 ή το 40%, που φαινόταν επιτεύξιμος στόχος το προπέρσινο καλοκαίρι για τις επόμενες εκλογές, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Παράλληλα, τα πενιχρά αποτελέσματα ιδιαίτερα σε ορισμένες περιφέρειες δείχνουν, πέρα από τοπικές ιδιαιτερότητες και την αντοχή των μηχανισμών του «παλιού δικομματισμού», τη μικρή κοινωνική γείωση του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα εξάλλου που φαίνεται και στις εκλογές σε μεγάλα συνδικάτα, επιστημονικούς συλλόγους και πανεπιστήμια. Εν πάση περιπτώσει, όντας σταθερά πρώτος στους εργαζόμενους, τους ανέργους και τις νεαρές ηλικίες, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εμφανείς δυνατότητες να αυξήσει την επιρροή του στους «από κάτω» κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες, ενώ αντίθετα στο πεδίο των πολιτικοκοινοβουλευτικών συμμαχιών, εφόσον επιμένει στην εφαρμογή ενός φιλολαϊκού προγράμματος, είναι σχεδόν «ανάδελφος».

2) Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/Ελιά υπέστησαν, ιδιαίτερα στις ευρωεκλογές, την Περιφέρεια Αττικής και το Δήμο Αθήνας, σοβαρή ήττα. Αποτελούν πλέον κυβέρνηση μειοψηφίας, μακράν την αντιδημοφιλέστερη από τη Μεταπολίτευση, με μικρή συνοχή και συνεχή πτώση της ήδη πολύ μειωμένης επιρροής τους. Ωστόσο, δεν συνετρίβησαν, πολλώ δε μάλλον δεν κατέρρευσαν. Διατηρούν την πλήρη υποστήριξη του διεθνούς παράγοντα, του εγχώριου κεφαλαίου και των μεγάλων ΜΜΕ, διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή πολιτικών συμμαχιών από τον ΣΥΡΙΖΑ, ικανή ακόμα και να τους εξασφαλίσει εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας την άνοιξη του 2015. Το ανησυχητικότερο όμως είναι ότι αξιοποιούν καλύτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ την ταξική και ιδεολογικοπολιτική πόλωση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία, διαχειριζόμενοι αποτελεσματικότερα τα αντανακλαστικά φόβου απ' ό,τι κάνει με τα προτάγματα ελπίδας η Αριστερά. Έτσι, επαναπατρίζουν σημαντικό τμήμα των αγανακτισμένων μεσοστρωμάτων των δύο πρώτων μνημονιακών χρόνων, τα οποία ναι μεν επλήγησαν από τα μέτρα αλλά δεν συνετρίβησαν και ήδη έχουν σταθεροποιηθεί, ενώ, παράλληλα, το συντηρητικό φαντασιακό τους τους κάνει όλο και εχθρικότερους στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ.

3) Η Χρυσή Αυγή αύξησε σοβαρά την επιρροή της σε όλα τα επίπεδα, ενισχύοντας τη γείωσή της σε κρίσιμες περιοχές και τη συγκρότηση ενός τύπου ψηφοφόρου-οπαδού ανοιχτά και επιθετικά φασίστα. Δεν είμαι σίγουρος αν δεν είχαν υπάρξει οι διώξεις εναντίον της πόσο υψηλότερα θα ήταν τα ποσοστά της (ούτως ή άλλως, ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι διώξεις έπρεπε να γίνουν για να περιοριστεί η ανοιχτή δολοφονική δράση της). Όμως, πιστεύω ακράδαντα ότι στις επερχόμενες εξελίξεις η Χ.Α. θα έχει αναβαθμισμένο ρόλο είτε ως «λόμπι» πίεσης και «παρακράτος» για ακόμα δεξιότερες λύσεις απέναντι στο ενδεχόμενο ανόδου της Αριστεράς στην πολιτική εξουσία είτε, ακόμα χειρότερα, ως πολιτικός εταίρος των καθεστωτικών δυνάμεων σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης Αριστεράς ή αποτυχίας και ανατροπής μιας τέτοιας κυβέρνησης.

4) Αναμφίβολα την τελευταία διετία το κοινωνικό κίνημα σε όλες τις εκφάνσεις του, εκτός ευάριθμων εξαιρέσεων, βρίσκεται σε ύφεση, πράγμα που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί  ευτυχώς βέβαια η ταξική πάλη είναι απρόβλεπτη και ουδόλως ευθύγραμμη. Τούτο οφείλεται σε πολλούς λόγους που ξέρουμε και μάλλον σε κάποιους ακόμα που αγνοούμε. Νομίζω, πάντως, ότι η απογοήτευση από τους μεγάλους αγώνες που δεν νίκησαν της περιόδου 2010-2012, σε συνδυασμό με την απόλυτη αδιαλλαξία και τα συνεχή σοκ των κυβερνώντων, η οδυνηρή καθημερινότητα και η ογκούμενη ανασφάλεια εκατομμυρίων ανθρώπων, καθώς και η αδυναμία (άλλοτε σκόπιμη, άλλοτε όχι) του κινήματος, ιδιαίτερα του συνδικαλιστικού, της Αριστεράς, αλλά και όλων των ανατρεπτικών χώρων να δώσουμε απτά και αποτελεσματικά δείγματα οργάνωσης της αντίστασης και να εμπνεύσουμε πλατιά τμήματα των «από κάτω» αποτελούν ορισμένους από τους λόγους αυτής της ύφεσης.

Ο γιαλός είναι κάπως στραβός, αλλά σίγουρα                κι εμείς αρμενίζουμε στραβά

Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο «λαός» ή η «εργατική τάξη» αποτελούν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο που δεν απελευθερώνει την ανατρεπτική του διάθεση επειδή δεν υπάρχει επαναστατική ηγεσία ή λόγω του ρεφορμισμού και των προδοσιών (αληθή και τα δύο) μεγάλων τμημάτων της υπαρκτής Αριστεράς. Σε τελική ανάλυση, οι κυριαρχούμενοι διακατέχονται από την ιδεολογία των κυρίαρχων, τις φοβίες, τον εγωισμό, τις ιδιοτέλειες, την επιβολή και την εξουσιομανία, τις μικρότητες και τους ρόλους (ιεραρχικούς, έμφυλους, εθνοφυλετικούς κ.λπ.) που συγκροτούν, νομιμοποιούν και αναπαράγουν αυτή την ιδελογία. Αυτή η κανονικότητα διαρρηγνύεται μόνο κατ' εξαίρεσιν μέσα από το μεγάλο σχολείο της Πράξης, που, όπως όλα τα σχολεία, χρειάζεται Ιδέες, αλλά είναι η πράξη και μόνο αυτή που χειραφετεί και απελευθερώνει. Προφανώς, βέβαια, δεν ανήκω και σε εκείνους που θέλουν να «διορίσουν άλλο λαό», εξομοιώνοντας έτσι τις ευθύνες του αρχηγού του κόμματος με το μέλος και του εργάτη με τον τραπεζίτη, καλλιεργώντας κατ' αυτό τον τρόπο την αμπελοφιλοσοφία και την ακινησία.

Έκανα το προηγούμενο σχόλιο γιατί υποστηρίζω το εξής: Ως καταπιεσμένοι δεν μπορούμε να περιμένουμε ή να ζητάμε από κανέναν να αλλάξει τη ζωή μας ερήμην μας ή, έστω, υπό το «δημοκρατικό έλεγχό» μας και, παράλληλα, ως δρώντα υποκείμενα δεν μπορούμε να περιμένουμε να «ωριμάσει η κοινωνία» για να αγωνιστούμε να αλλάξουν τα πράγματα. Όσο οδυνηρή κι αν είναι η ισχύς της φράσης του Μάνες Σπέρμπερ ότι «την επανάσταση την κάνουν αυτοί που αγαπούν με πάθος το δίκαιο κι εκείνη με τη σειρά της ευοδώνει τα όνειρα όσων αγαπούν με πάθος την εξουσία», αυτός δεν είναι λόγος να παρατηρούμε απαθείς ή με μνησικακία όσους διεκδικούν να αλλάξουν τα πράγματα (προφανώς χωρίς επανάσταση...) ούτε να τους επιτρέψουμε, στο όνομά μας, να ικανοποιήσουν το πάθος τους για την εξουσία.

Με βάση, λοιπόν, αυτά τα γενικά και απλοϊκά, κάποιες επισημάνσεις για την Αριστερά και το κίνημα:

1) Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι η μαζικότερη και αριστερότερη (κοινοβουλευτική) Αριστερά της Ευρώπης, αλλά η πορεία του προοιωνίζεται σκοτεινές εξελίξεις. Μακριά από μας η αλαζονεία της μοναδικής αλήθειας και της δωρεάν καθαρής στρατηγικής που καλούμε άλλους να την υλοποιήσουν. Ωστόσο, κάποια πράγματα για τα οποία είμαστε βέβαιοι οφείλουμε να τα επισημάνουμε. Ο πρόεδρος του κόμματος και το περιβάλλον του έχουν αυτονομηθεί με αποτέλεσμα, αφενός, την αποδιάρθρωση της, ούτως ή άλλως, προβληματικής λειτουργίας των οργανώσεων και την απογοήτευση των πιο ριζοσπαστικών μελών και, αφετέρου, τη διολίσθηση σε όλο και πιο συντηρητικές θέσεις στις συμμαχίες, την «επικοινωνία», την οικονομία, τα εθνικά κ.ο.κ. Τα καραγκιοζιλίκια με τη Σουλεϊμάν, τον Καρυπίδη και τον Βουδούρη, τα απαράδεκτα με τη «Νέα Ελλάδα» και τους... επιφανείς επικοινωνιολόγους, οι ασχήμιες με τον Μαρινάκη και οι κολοτούμπες με τον Μελισσανίδη κ.λπ. εκτός του ότι δείχνουν ανυπόφορη έλλειψη αρχών φανερώνουν και περιορισμένες πολιτικές ικανότητες, που βεβαίως είναι αδύνατο να αντισταθμίζονται από την ευστροφία και τη δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «καταδικασμένος» να προχωρά προς τα αριστερά. Κανένα στρογγύλεμα της πολιτικής του δεν θα αυξήσει την επιρροή του, αντίθετα θα τον κάνει πιο ευάλωτο απέναντι στο καθεστώς (κραυγάζουν οι ενάντιες δυνάμεις για την ανάγκη να αποκτήσει «πολιτικές συμμαχίες»  με τους δικούς τους) και θα αποπροσανατολίσει ακόμα περισσότερο τους πραγματικούς συμμάχους του, τους φτωχούς και τους ανθρώπους που θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη Αριστερά, το ΚΚΕ διάγει την πλέον σεχταριστική και ταυτόχρονα καθεστωτική φάση του, χωρίς να φαίνεται πιθανότητα απεγκλωβισμού ενός τμήματός του. Αντίθετα, σε ικανά τμήματα της άκρας Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Κίνηση των 1000 κ.λπ.) υπάρχουν διεργασίες που, παρά τις γνωστές αγκυλώσεις και ρουτίνες, δείχνουν να γίνεται τουλάχιστον αντιληπτή η ανάγκη του ενιαίου μετώπου απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση και την άνοδο του φασισμού, καθώς και να αρχίζει η συζήτηση για την κυβέρνηση της Αριστεράς.

2) Τα κοινωνικά κινήματα, στελεχωμένα από μέλη της Αριστεράς που προαναφέρουμε (πλην ΚΚΕ), αγωνιστές και αγωνίστριες του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και πολλούς ανένταχτους άντρες και κυρίως γυναίκες, αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα της περιόδου (κυβερνητική αδιαλλαξία, κρατική καταστολή, έλλειψη διαθεσιμότητας και ανάθεση, ποικίλοι σεχταρισμοί κ.λπ.), κατορθώνουν ωστόσο να διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή και τη μαχητικότητά τους, διευρύνοντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις τα πεδία παρέμβασής τους. Εκείνο που νομίζω ότι καθυστερεί, ενώ είναι το πιο επείγον, είναι ο συντονισμός τους κατά θέμα και περιοχή, καθώς και η συσπείρωση του ευρύτερου δυναμικού τους σε ενωτικές μαχητικές αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.

3) Το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες κατόρθωσε να πρωτοστατήσει σε μεγάλα και μακρόβια κινήματα (κατά της κρατικής καταστολής, του εθνικισμού, του ρατσισμού, του φασισμού, της παγκοσμιοποίησης, διεθνιστικής αλληλεγγύης και υποστήριξης των πολιτικών κρατουμένων), λειτουργώντας ως «γέφυρα» μεταξύ Αριστεράς και αναρχικών όχι χωρίς εντάσεις και εισάγοντας στο κίνημα μια προωθητική ισορροπία αρχών και αποτελεσματικότητας, βιώνει την τελευταία περίοδο τους οδυνηρούς μετεωρισμούς των καιρών μας. Συγκροτημένο ως θεματική παρεμβασιακή συλλογικότητα, αν και ιδεολογικά συνεκτικό, διαχέεται πολιτικά και κατακερματίζεται οργανωτικά. Δεν αρκούν, κατά τη γνώμη μου, η σημαντική προσφορά του στο μεταναστευτικό-προσφυγικό, το αντιφασιστικό ή τους πολιτικούς κρατούμενους, ούτε ο αναντικατάστατος ρόλος του στη δημιουργία και, κυρίως, τη διατήρηση κοινοτήτων αγώνα (στέκια, σχολεία μεταναστών-ριών, συλλογικές κουζίνες κ.λπ.). Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο, ριζικά διαφορετικό, που να συνδέει συγκεκριμένα το «μικρό» με το «μεγάλο», που να μπορεί να υποδεχτεί νέο κόσμο και να συστηματοποιεί την αλληλεπίδραση του «πολιτικού» με το «κοινωνικό». Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, μια συλλογικότητα που, από τη σκοπιά του διεθνιστικού αντικαπιταλισμού και του ελευθεριακού κομμουνισμού, θα προσπαθεί να ωθήσει την Αριστερά (ή τμήματά της) στη ρήξη με το σύστημα και τους χώρους του ευρύτερου κινήματος στη συνείδηση της ανάγκης του συντονισμού χωρίς αποκλεισμούς και της απαλλαγής, σήμερα και όχι αύριο, από τη μνημονιακή βαρβαρότητα.                   

 

Νίκος Γιαννόπουλος