Για μια αριστερή κυβέρνηση της Αριστεράς - Τα πεδία των εργατικών αγώνων σήμερα

  • Δημοσιεύτηκε: Πέμ, 14/05/2015 - 9:39μμ

Για το μνημονιακό καθεστώς

Τα μνημόνια ήταν πριν από οτιδήποτε άλλο όπλα καθυπόταξης της εργατικής τάξης· οι μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήταν τα εργαλεία που επιστράτευσε η αστική τάξη ώστε να περιορίσει έως εξοντώσεως τον εργατικό μισθό, να προωθήσει την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, να καταργήσει την εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία, να αφαιμάξει τα κρατικά και ασφαλιστικά ταμεία, να ιδιοποιηθεί το δημόσιο πλούτο, να κατακερματίσει και να αποδιοργανώσει την εργατική τάξη, να περιορίσει τους φόρους και τις εισφορές της εργοδοσίας· με μία φράση, να προστατεύσει τα κέρδη από τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης.

Από τη σκοπιά αυτή, οι μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας προφανώς και δεν απέτυχαν· η αλήθεια είναι, αντίθετα, ότι πέτυχαν σε πολλά από τα παραπάνω. Αυτό που δεν κατάφεραν όμως προς το παρόν τουλάχιστον είναι ίσως και το κρισιμότερο διακύβευμα: η σταθεροποίηση αυτού του καθεστώτος φτώχειας και εκμετάλλευσης και η επανέναρξη μιας κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, σε ένα κλίμα πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής υποταγής. Η αποτυχία αυτή δεν αρκεί να χρεώνεται με μια οικονομίστικη λογική στο φαύλο κύκλο ύφεσης-λιτότητας· η πραγματική αιτία θα πρέπει όπως πάντα να αναζητηθεί στην ταξική πάλη: Στις μεγάλες και μικρές απεργίες, τις φανερές και κρυφές εργατικές αντιστάσεις (ή το φόβο αυτών), οι οποίες σε συνδυασμό με τις λαϊκές κινητοποιήσεις κατάφεραν να καθυστερήσουν κρίσιμες «μεταρρυθμίσεις», να αποτρέψουν ιδιωτικοποιήσεις, να ανατρέψουν την πολιτική σταθερότητα, να κάψουν διαδοχικά τις συστημικές πολιτικές εφεδρείες και να ανοίξουν τελικά το δρόμο για την κατάρρευση των νεοφιλελεύθερων κομμάτων.

Παρ' όλα αυτά, η ήττα του μνημονιακού στρατοπέδου βρίσκει την εργατική τάξη επίσης ηττημένη και διασπασμένη. Ο εγκλωβισμός του 1/3 της δύναμής της στην ανεργία, η γενικευμένη επισφάλεια, ο θεσμικός αποκλεισμός των μεταναστών και κυρίως αυτών χωρίς χαρτιά, η χειρότερη θέση των γυναικών και των νέων, διασπούν την εργατική τάξη και εντείνουν τον ενδοταξικό ανταγωνισμό. Η συνδικαλιστική κάλυψη μειώνεται, ενώ οι μετανάστες, οι άνεργοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι παραμένουν αποκλεισμένοι από τα συνδικάτα τους. Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών ελευθεριών και κυρίως του δικαιώματος στην απεργία, η εργοδοτική τρομοκρατία στον ιδιωτικό τομέα και ο φόβος της αξιολόγησης-απόλυσης στο δημόσιο αποδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τα συνδικάτα, ενώ η προδοτική συνδικαλιστική ηγεσία οδήγησε τη ΓΣΕΕ και άλλες κορυφαίες ομοσπονδίες από την ανυποληψία στην ανυπαρξία.

Τα πεδία της πάλης σήμερα

Αυτό είναι το σημείο από το οποίο καλείται να επανεκκινήσει την πάλη του το εργατικό κίνημα στη νέα περίοδο. Στην πάλη αυτή διακρίνουμε τρία πεδία. Το πρώτο, είναι πάντα με το κεφάλαιο και την εργοδοσία, μεγάλη και μικρή, ώστε να διεκδικήσει η εργατική τάξη τον πλούτο που παράγει. Το δεύτερο, απέναντι στην κυβέρνηση και με στόχο όχι μόνο αυτή να τηρήσει «τις προεκλογικές της δεσμεύσεις» (από μονός του, αυτός είναι ένας στόχος καθηλωτικός που αναπαράγει τη λογική της ανάθεσης), αλλά να αναδείξει το ταξικό πρόσημο της πολιτικής της. Όχι μόνο δηλαδή να ανατρέψει χωρίς χρονοτριβές τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, αλλά να ακούει το εργατικό κίνημα, να δέχεται τα αιτήματά του ως δίκαια καταρχήν και να διευρύνει συνειδητά το επίπεδο των δικαιωμάτων του  και κατά συνέπεια των διεκδικήσεών του.

Το τρίτο, και κρισιμότερο, μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Τίποτα δεν θα αλλάξει, αν δεν βρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τους τρόπους να αναδιοργανώσουν το εργατικό κίνημα, μέσα και έξω από τα συνδικάτα. Αν δεν θεωρείται αυτονόητο ότι ο κάθε εργαζόμενος και η κάθε εργαζόμενη δικαιούται και οφείλει να συμμετέχει στο συνδικάτο της. Πρώτη προϋπόθεση γι' αυτό, να υπερβληθούν οι τεχνητοί διαχωρισμοί και να ενωθούν οι εργαζόμενοι στα σωματεία ανεξαρτήτως εργασιακής κατάστασης ή σχέσης. Παλιά σωματεία μπορούν έτσι να ζωντανέψουν με νέα μέλη και νέα σωματεία να δημιουργηθούν εκεί που οι ανατροπές της εργασιακής διαδικασίας οδήγησαν σε ριζικά νέες συνθήκες. Δεύτερη προϋπόθεση, η υπεράσπιση της ταξικής αυτονομίας απέναντι στην εργοδοσία, το κράτος, αλλά και τα πολιτικά κόμματα. Με δεδομένη την αυτονομία, τα σωματεία μπορούν να συνδεθούν, με σχέσεις ισοτιμίας, με τις νέες κινηματικές μορφές συλλογικοποίησης και αγώνα, τις τοπικές συνελεύσεις, τα στέκια, τις δομές αλληλεγγύης, να μάθουν από αυτές και να τις στηρίξουν. Η ανάδυση μιας νέας κουλτούρας συλλογικότητας, αλληλεγγύης και ταξικής υπερηφάνειας των εργαζομένων είναι η προϋπόθεση για την υπέρβαση του ατομισμού, της ανταγωνιστικότητας και της συλλογικής κατάθλιψης που έφερε η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και εμπέδωσε η κρίση.

Τα βασικά επίδικα

Πρώτη προτεραιότητα για λόγους ενότητας, αλληλεγγύης και αποτελεσματικότητας η πάλη ενάντια στην ανεργία. Μέχρι τώρα, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν την ανεργία ως πρόσχημα για να επιδοτούν ανοιχτά τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, να ρίχνουν τους μισθούς και να διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις. Ιδιαίτερα τα προγράμματα «μαθητείας» τύπου Voucherοδήγησαν συστηματικά στην αντικατάσταση μονίμων εργαζομένων από προσωρινούς (και επιδοτούμενους), μεταφέροντας το κόστος εργασίας από τις επιχειρήσεις στην κοινωνία, ανακυκλώνοντας και πολλαπλασιάζοντας τελικά την ανεργία. Τα προγράμματα κατάρτισης ενίσχυαν μάλλον τα παρασιτικά ιδιωτικά ΚΕΚ παρά τους ανέργους, ενώ η επιδότηση νέων ατομικών επιχειρήσεων κατέληγε συνήθως σε νέες χρεοκοπίες.

Θα είναι εγκληματικό λάθος για μια αριστερή κυβέρνηση να συνεχίσει αυτόν το δρόμο. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, οι πόροι για την αντιμετώπιση της ανεργίας μπορούν να κατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις, με τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στο σχεδιασμό, καθώς και σε διορισμούς στην παιδεία, την υγεία και τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες του Δημοσίου. Ακόμα περισσότερο, σε ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και συγκεκριμένα των συνεργατικών εγχειρημάτων, μέσα από τη μείωση φορολογίας, και την «προνομιακή» απορρόφηση από δημόσιους φορείς των προϊόντων τους· η ενίσχυση αυτή ωστόσο δεν πρέπει να καλύπτει την ανασφάλιστη εργασία ή να προωθεί έμμεσα την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων που κλείνουν, μεταφέρονται ή χρεοκοπούν, θα πρέπει να διευκολύνονται από τη νομοθεσία να ανακτούν τις επιχειρήσεις τους, χωρίς να φορτώνονται τα χρέη της παλιάς εργοδοσίας.

Απέναντι στην ανεργία, το εργατικό κίνημα θα πρέπει επίσης βραχυπρόθεσμα να παλέψει για προστασία των εργαζομένων από την εργοδοτική ασυδοσία και τις απολύσεις, για την εκ νέου απαγόρευση των μαζικών απολύσεων, την πλήρη απαγόρευση των απολύσεων στις κερδοφόρες επιχειρήσεις, την αναίρεση των απολύσεων στο δημόσιο. Μακροπρόθεσμα, για τη μείωση των ωρών εργασίας, αντίστοιχη κατ' αρχάς με την τεράστια πρόοδο της παραγωγικότητας, και στην κατεύθυνση στη συνέχεια μίας νέας παραγωγικής οργάνωσης, χωρίς κατασπατάληση της εργασιακής δύναμης σε άχρηστες, παρασιτικές και αντικοινωνικές δραστηριότητες. Άμεση προτεραιότητα, τέλος, είναι η προστασία των ανέργων, μέσα από την παροχή του επιδόματος ανεργίας σε όλους τους ανέργους, την αύξηση του επιδόματος, την ελεύθερη πρόσβαση στη δημόσια υγεία και γενικότερα την αποκατάσταση του κοινωνικού μισθού, τις δωρεάν μετακινήσεις με ΜΜΜ, την απαλλαγή από φόρους, δημοτικά τέλη και δόσεις τραπεζικών δανείων.

Δεύτερη προτεραιότητα, η ανάσχεση της φτωχοποίησης των εργαζομένων. Ο βασικός μισθός πρέπει να επανέλθει άμεσα στα προσυμφωνημένα επίπεδα, δηλαδή στα 751· το ύψος του δεν εξαρτάται από το «τι αντέχει» η αγορά, αλλά από το πόσα χρειάζεται για να επιβιώνει ο ίδιος ο εργαζόμενος. Και επειδή το ζητούμενο δεν είναι να επιβιώνουμε, αλλά να ζούμε με αξιοπρέπεια, τα 751 είναι μόνο ένα πρώτο βήμα στον αγώνα για νέες συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις των χαμηλών μισθών και συντάξεων· για την αποκατάσταση του κοινωνικού μισθού μέσα από την ελεύθερη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά, την υγεία, την εκπαίδευση, την πρόνοια, την εργατική κατοικία, τον τουρισμό, τον πολιτισμό κοκ. Η αύξηση των χαμηλών μισθών και συντάξεων συνδυάζεται αναγκαία με τον περιορισμό των ιδιωτικών κερδών, αλλά και των υψηλών εισοδημάτων και μισθών, μέσα από την υψηλή φορολόγηση και την επιβολή ορίων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Τα μέτρα αυτά επιβάλλονται όχι μόνο για να είναι τα αιτήματα αυτά πειστικά και εφαρμόσιμα, αλλά και από μια γενικότερη εξισωτική αντίληψη κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τρίτο πεδίο διεκδίκησης, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων. Άμεσο διακύβευμα της περιόδου αποτελεί η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων, μαζί με την επαναφορά της καθολικής ισχύος τους, της μετενέργειας, της διαιτησίας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης· αρκεί βέβαια να υπάρχουν και τα κατάλληλα συνδικαλιστικά όργανα για να καταφέρουν και τα επιθυμητά αποτελέσματα. Επίσης, η πάλη ενάντια στις επισφαλείς εργασιακές σχέσεις, την ημιαπασχόληση και τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για θέσεις που αντιστοιχούν σε πάγιες ανάγκες, η πάλη για άμεση κατάργηση των εργολαβιών στο Δημόσιο και του καθεστώτος ενοικίασης εργαζομένων, για την απαγόρευση της ψευδοαυταπασχόλησης με μπλοκάκι, που υποκρύπτει μισθωτή σχέση, για το ανυποχώρητο κυνήγι της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας. Η προστασία του ωραρίου και της κυριακάτικης αργίας. Για να τηρηθεί όλη αυτή η νομοθεσία χρειάζεται βέβαια η ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου και της Επιθεώρησης Εργασίας· αν και ο πιο αποτελεσματικός έλεγχος μπορεί να προέρθει από το ίδιο το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα.

Τελευταίο αλλά σημαντικό γιατί αποτελεί προϋπόθεση για τα προηγούμενα η πάλη ενάντια στην εργοδοτική τρομοκρατία: η εξασφάλιση του δικαιώματος στην απεργία χωρίς αστερίσκους, η κατοχύρωση και η διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθερίων, η ελευθερία έκφρασης, συγκέντρωσης και δράσης στους χώρους εργασίας, δημόσιους και ιδιωτικούς, η απαγόρευση των συνδικαλιστικών διώξεων ή απολύσεων.

Πιστεύουμε ότι η έκβαση αυτών των μαχών, με μία φράση η ταξική πάλη, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι αυτή που θα κρίνει και την έκβαση του συνολικού πολέμου, θα κρίνει δηλαδή αν η πολιτική αλλαγή εμβαθύνει τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και διευρύνει τους δρόμους χειραφέτησης ή αντίθετα επιτείνει την ανάθεση, τον εφησυχασμό και τελικά την απογοήτευση.

Θεματικές: