Δελτίο Θυέλλης 43 Αντικαπιταλισμός, ταξικότητα και διεθνισμός

  • Δημοσιεύτηκε: Δευ, 14/12/2015 - 12:27μμ

του Νίκου Γιαννόπουλου

(Περάσματα από την επαναεπιβεβαίωση των απόψεών μας στην εμβάθυνση και από την επανεξέτασή τους στον αυτομετασχηματισμό του Δικτύου)

Το 2016 το Δίκτυο με τις διάφορες μορφές του (Επιτροπή - 1986, Κίνηση - 1987, Δίκτυο - 1994) κλείνει τριάντα χρόνια ζωής. Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτές τις δεκαετίες τόσο στο κοινωνικό πεδίο όσο και στο αντίστοιχο πολιτικό/ιδεολογικό. Με αυτή την έννοια, το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί, χωρίς να αναφέρεται εκτενώς στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην «πραγματικότητα», να καταπιαστεί με εκείνη τη δέσμη ιδεών, πρακτικών και εμπειριών που σε μεγάλο βαθμό όρισαν τη διαδρομή του και υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να καθορίσουν την περαιτέρω πορεία του. Λόγω οικονομίας χώρου είναι ημιτελές  υπάρχει άλλο ένα τμήμα για τη σχέση κινήματος - κόμματος, το ζήτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς και το κομμουνιστικό πρόταγμα, που θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος.

Μεταρρυθμισμός    και   αντικαπιταλισμός

Το Δίκτυο, λόγω της φυσιογνωμίας του ιδρυτικού του πυρήνα (νεαρή ηλικία, απόρριψη του ντετερμινισμού και του προπαγανδισμού της παραδοσιακής άκρας Αριστεράς, ελευθεριακή κριτική στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά και τον «ιστορικό κομμουνισμό», υιοθέτηση του «μετά-'68» μοντέλου της άμεσης δράσης και της θεωρητικής γενίκευσης μέσω της πολιτικής εμπειρίας κ.λπ.) διαμόρφωσε σημαντικά κινηματικά αντανακλαστικά και πραγματοποίησε πολιτικές παρεμβάσεις μεγάλης εμβέλειας και αποτελεσματικότητας (κρατική καταστολή, πολιτικοί κρατούμενοι, εθνικισμός, διεθνιστική αλληλεγγύη, ρατσισμός, αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα). Παράλληλα, εξαιτίας ακριβώς αυτής της φυσιογνωμίας, υποτίμησε την πολιτική ανάλυση και τη θεωρητική επεξεργασία, υποβάθμισε την οργανωτική συγκρότηση και τη δημιουργία διαδικασιών ένταξης νέου κόσμου. Αποτέλεσμα; Η εμπέδωση μιας ιδιότυπης «εξωστρεφούς εσωστρέφειας» και ενός αποσπασματικού παρεμβατισμού, ευρείας απεύθυνσης μεν, αλλά ελάχιστα προωθητικού και ενοποιητικού για το ίδιο το Δίκτυο.

Αυτή η αντίφαση (δεν γνωρίζω αν υπήρχε δυνατότητα αποφυγής των συμπληγάδων του προπαγανδισμού και της θεματικής αποσπασματικότητας στα χρόνια του `80 και του `90, ούτε για σήμερα είμαι βέβαιος) πιστεύω ότι αποτέλεσε, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια τις μεγάλες αλλαγές της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας και τη γενική στασιμότητα και τη μη ανανέωση του Δικτύου, την κύρια αιτία για την, εύλογη και ενδιαφέρουσα μεν, αλλά ημιτελή και προβληματική «μετατόπιση» του Δικτύου στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς και της κριτικής υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια.

Τούτων δοθέντων, προκύπτουν επείγοντα ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της φυσιογνωμίας μας: Αντικαπιταλισμός από τη σκοπιά της άμβλυνσης της κοινωνικής αδικίας, της αναδιανομής των εισοδημάτων και της φορολόγησης των πλουσίων ή αντικαπιταλισμός για την κοινωνική ισότητα, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και διανομής, την κατάργηση του ατομικού πλούτου; Μεταρρυθμιστικός ή ανατρεπτικός εξισωτικός αντικαπιταλισμός; Η άποψή μου είναι υπέρ της δεύτερης εκδοχής όχι επειδή απλώς η πρώτη είναι ημιτελής, αλλά και γιατί είναι απολύτως ανέφικτη - η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ το απέδειξε πλήρως. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο: Μόνο ο επαναστατικός αντικαπιταλισμός μπορεί να δώσει ώθηση για μεταρρυθμιστικούς αγώνες (δηλαδή, διεκδικήσεις με συγκεκριμένα αιτήματα) στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, καθώς αυτοί απαιτούν ταξική ανεξαρτησία, μαχητικό ενωτικό συντονισμό και πρωτότυπες μορφές άμεσης δημοκρατίας, κοινωνικής αυτοοργάνωσης και εργατικής αντιεξουσίας. Επαναστατικός αντικαπιταλισμός δεν σημαίνει εσχατολογικός σεχταριστικός αντικαπιταλισμός. Το ακριβώς αντίθετο - δεν ξεχνάμε ότι «κομμουνισμός είναι το πραγματικό κίνημα των μαζών ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Σημαίνει πριν και πάνω απ' όλα την οικοδόμηση από σήμερα εκείνης της ανταγωνιστικής στο σύστημα υποκειμενικότητας, η οποία, με όχημα το ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων (που ενδεχομένως προϋποθέτει και συμμαχίες με το ρεφορμισμό), ενισχύει την αυτοπεποίθηση των καταπιεσμένων, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για το μετασχηματισμό τους από τάξη καθαυτή σε τάξη διά αυτή.

Πολλαπλά ανατρεπτικά υποκείμενα     και ταξικότητα

Το Δίκτυο από την ίδρυσή του σχεδόν υιοθέτησε την προσέγγιση των «πολλαπλών ανατρεπτικών υποκειμένων» και των «πολλαπλών ταυτοτήτων». Αυτή η προσέγγιση μας βοήθησε να υπερβούμε τον παραδοσιακό εργατισμό, να καλλιεργηθούμε από «ιδιαίτερες» οπτικές, με προεξάρχουσα τη φεμινιστική, και να αντιληφθούμε καλύτερα την πολυπλοκότητα του προτάγματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Όμως, επειδή αυτές οι προσεγγίσεις δεν εμβαθύνθηκαν αρκούντως προκάλεσαν μια σειρά από συγχύσεις και νεολογισμούς και στο εσωτερικό του Δικτύου.

Μπορεί λοιπόν η παραδοχή της ύπαρξης πολλαπλών ανατρεπτικών υποκειμένων να αναιρεί την ταξική διαρθρωση της κοινωνίας; Και δεν το εννοώ μόνο με την ύπαρξη ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά κυρίως για να υποστηρίξω ότι στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος υπάρχει μια τάξη, η εργατική (με την ευρεία έννοια του όρου, όσων εξασφαλίζουν την ύπαρξή τους από την εξαρτημένη μισθωτή εργασία, συμπεριλαμβανομένων των ανέργων, ως «μη εχόντων εργασία»), η οποία είναι η μόνη που, αν χειραφετηθεί πολιτικά, μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό.

Δεν αμφιβάλλω ότι η κοινωνική απελευθέρωση δεν ταυτίζεται με την αντικαπιταλιστική μετάβαση και, με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι η σύγκρουση με την πατριαρχική κοινωνία, η ανατροπή της κυρίαρχης σχέσης ανθρώπου - φύσης και η υιοθέτηση της ολιγαρκούς αφθονίας, η αποδοχή της ελεύθερης έκφρασης της σεξουαλικότητας και η αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτιστικών ταυτοτήτων αποτελούν δομικά υλικά της κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά και καταστατικά στοιχεία που από σήμερα δίνουν στο αντικαπιταλιστικό εγχείρημα το «πιστοποιητικό» ότι αγωνίζεται για μια κοινωνία στην οποία η ισότητα θα εξασφαλίζει την ελευθερία (ενάντια στην αγοραία ελευθερία του καπιταλισμού) και η ελευθερία θα εγγυάται την ισότητα (ενάντια στην ολοκληρωτική ομοιομορφία του «υπαρκτού»).

Όμως, ας γίνουμε απολύτως σαφείς: Η αδιαμφισβήτητη απελευθερωτική διάσταση των πολλαπλών ανατρεπτικών υποκειμένων και ο αναντικατάστατος ρόλος τους στην έκβαση του κοινωνικού ανταγωνισμού επ' ουδενί αναιρεί το γεγονός ότι η κατάργηση του καπιταλισμού εξαρτάται αποκλειστικά από την πολιτική χειραφέτηση των εργαζομένων, γιατί μόνο αυτοί μπορούν να τον παραλύσουν και μόνο αυτοί μπορούν να οργανώσουν εναλλακτικές μορφές εξουσίας, παραγωγής και αυτοδιαχείρισης που θα ανοίξουν το δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση. Δεν πιστεύω ότι ο κομμουνισμός αποτελεί νομοτέλεια, πολλώ δε μάλλον τέλος της Ιστορίας, είναι δυνατότητα και, με αυτή την έννοια, ένα ενδεχόμενο, θεωρώ πάντως ότι εξαρτάται απόλυτα από την έκβαση της ταξικής πάλης και επομένως τη δράση των κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων που την καθορίζουν.

Και κάτι ακόμα: Προσπαθώντας επί δεκαετίες να χειραφετηθώ από τον «αντικειμενισμό» και τον «αστικό υλισμό», έχω καταλήξει ότι η ταξική πάλη, σε τελική ανάλυση βέβαια, είναι εκείνη που καθορίζει όχι μόνο τις επαναστάσεις και τις αντεπαναστάσεις, αλλά και τις οικονομικές υφέσεις και τις κρίσεις, τις αναδιαρθρώσεις και τα περάσματα από τις παροχές στη λιτότητα κ.ο.κ. Το λέω αυτό για να υποστηρίξω, σχηματικά οπωσδήποτε, ότι αν και τα κοινωνικά κινήματα επηρεάζουν δραστικά τον κοινωνικό ανταγωνισμό, το πρωτογενές πεδίο εκδήλωσης και ωρίμανσής τους δεν παύει να είναι η φορά και η ταχύτητα του εκκρεμούς της ταξικής πάλης. Αν ισχύει αυτό, η προσέγγιση των «πολλαπλών ανατρεπτικών υποκειμένων» οφείλει να οδηγεί στη διεύρυνση της ταξικής πάλης και όχι στην υποκατάστασή της από έναν αταξικό «κοινωνικό ανταγωνισμό» του «πλήθους ενάντια στις ελίτ» τύπου Νέγκρι ή σε «τυχαιότητες» και οπορτουνιστικά καραγκιοζιλίκια στιλ µίζεκ και Δουζίνα.

Διεθνιστικός αντικαπιταλισμός σε ευρωπαϊκό και εθνικό πεδίο

Μπορεί λοιπόν να υπάρξει αντικαπιταλισμός με πολιτικό αποτέλεσμα και όχι για την τιμή των όπλων σε εθνικό πεδίο με δεδομένο το ασφυκτικό διεθνές οικονομικοπολιτικό περιβάλλον; Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις τρομακτικές αυταπάτες της και την αμετακίνητη απόφαση του ηγετικού επιτελείου της να μην κάνει καμία απολύτως ρήξη με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, ούτε με τη βαθιά προσήλωσή της στις επιταγές του κεφαλαίου και του κράτους) δεν είναι ενθαρρυντική. Τίποτα δεν είναι εύκολο  ο συσχετισμός είναι συντριπτικός, οι διεθνείς συμμαχίες σε κρατικό επίπεδο ανύπαρκτες και σε κινηματικό μικρές, ενώ η γενική κατάσταση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένου του Νότου) δεν εμπνέει αισιοδοξία.

Όμως, γιατί από τις εκλογές του Ιανουαρίου ως το δημοψήφισμα του Ιουλίου ξεσηκώθηκαν όλα τα κινήματα, η Αριστερά και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού της Ευρώπης υπέρ της Ελλάδας (και για να είμαστε ακριβείς, στο πλευρό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ); Απλώς, λόγω αυταπατών; Αν είναι έτσι, γιατί δεν συνεχίζουν και σήμερα; Ισχυρίζομαι το εξής: Η ατελής έως και κωμικοτραγική διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ, με την πνοή της πρώτης αριστερής μεταπολεμικής κυβέρνησης στην Ευρώπη, συμβόλισε μια αγωνιστική και αξιακά ανώτερη στάση απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και εξέφρασε έμπρακτα τις διαθέσεις όχι μόνο των κινημάτων και της Αριστεράς, αλλά και ενός μειοψηφικού μεν, αλλά σημαντικού τμήματος των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Νομίζω ότι η νίκη της ΕΕ και του ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση και η εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, σε συνδυασμό με τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη και τον καλπάζοντα καθεστωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ, έκλεισαν τον κύκλο της ανάπτυξης ευρωπαϊκών κινημάτων με αναφορά στο ελληνικό παράδειγμα. Ωστόσο, όλη αυτή η ανάταση έδειξε κάτι σημαντικό και άφησε μια παρακαταθήκη: Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει ένα αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που ασφυκτιά από το νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό και τον ευρωμονόδρομο, που ενδεχομένως να αυξηθεί εξαιτίας του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και των πολιτικών ασφάλειας, το οποίο πλαισιώνει κοινωνικούς αγώνες και κινήματα και παράλληλα εμπνέεται από πολιτικά παραδείγματα, κυρίως στο κεντρικοπολιτικό/κρατικό πεδίο, που προοιωνίζονται ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία στην Ευρώπη. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο «κοινοβουλευτικό κινηματισμό», ο οποίος διακατέχεται από όλες τις αντιφάσεις του πολιτικού και του κοινωνικού τοπίου στις επιμέρους χώρες και στην ΕΕ συνολικά, αλλά κυοφορεί σημαντικές πολιτικές και κινηματικές ανακατατάξεις.

Νομίζω ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να συγκροτηθεί σήμερα ένα σχέδιο συντονισμού και προγραμματικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών κινημάτων, επειδή ακριβώς η κατάσταση (και κυρίως η υποκειμενική πρόσληψή της) των χωρών είναι πολύ διαφορετική και λείπει το στοιχειώδες υποκείμενο που να επιταχύνει αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, θεωρώ ότι η παρακαταθήκη που προανέφερα, η ύπαρξη ακμαίων ευρωπαϊκών κινηματικών δικτυώσεων, όπως το Blockupy, και η ανάπτυξη του γαλαξία αλληλεγγύης στο «ελληνικό παράδειγμα» μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για την αναβάθμιση του διεθνιστικού συντονισμού με πυλώνες τη διαγραφή του χρέους, την ανατροπή της λιτότητας και την αναχαίτιση του ρατσισμού και των πολιτικών ασφάλειας.

Προφανώς, η ανάπτυξη του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι ανισόμετρη από χώρα σε χώρα, όμως πιστεύω ότι η υιοθέτηση κοινών αφετηριακών/προγραμματικών προσεγγίσεων εκ μέρους των ευρωπαϊκών κινημάτων -ή, ορθότερα, ρευμάτων τους-, όπως ότι η ΕΕ αποτελεί ολοκληρωμένο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σχηματισμό χωρίς καμία δυνατότητα δημοκρατικού μετασχηματισμού, όποιες κυβερνήσεις και αν εκλεγούν στα κράτη-μέλη, οπότε η μόνη ριζοσπαστική στρατηγική είναι ο αγώνας για τη διάλυσή της και η αντικατάστασή της από μια κοινότητα συνεργαζόμενων κυρίαρχων λαών, βοηθά στην ωρίμανση και τη ριζοσπαστικοποίηση των ευρωπαϊκών κινημάτων.

Ιδιαίτερα για το ζήτημα της Ευρωζώνης, δεν συμμερίζομαι την οικονομίστικη και «εθνικοανεξαρτησιακή» προσέγγιση τμημάτων της ελληνικής Αριστεράς που θεωρούν πρόλογο της κοινωνικής αλλαγής την έξοδο από το ευρώ. Πιστεύω όμως ότι το ευρώ είναι εργαλείο ταξικής κυριαρχίας και υποστηρίζω ότι δεν μπορεί να επιχειρηθεί καμιά αλλαγή στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, γι' αυτό, ενάντια σε κάθε λογική αυτοδύναμης (αστικής) ανάπτυξης, θεωρώ ότι ο αγώνας για τη διάλυση της ΕΕ και την έξοδο από την Ευρωζώνη συμβαδίζει με τον αγώνα για την κυβέρνηση των εργαζομένων, τον εργατικό έλεγχο και την κοινωνική αυτοοργάνωση, τον παραγωγικό μετασχηματισμό σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, εντέλει τον αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας.

Όμως, είπαμε ότι η ανάπτυξη του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι ανισόμετρη. Βεβαίως λοιπόν ο σοσιαλισμός δεν οικοδομείται σε μια μόνο χώρα, αλλά εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις γίνονται σε μια χώρα. Επομένως, έξοδοι χωρών από την ΕΕ και την Ευρωζώνη είναι επιδιωκτέες εφόσον εντάσσονται στην προοπτική της υπέρβασης του νεοφιλελευθερισμού και όχι της συγκρότησης απολυταρχικών εθνικιστικών κέντρων στο στίβο των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Δεν διαφωνώ (ποιητική αδεία έστω...) ότι «η επανάσταση είναι η ευγενέστερη μορφή πολέμου», αλλά δεν πιστεύω ότι χρειαζόμαστε τη γενικευμένη βαρβαρότητα ενός πολέμου για να γίνει επανάσταση - εκτός των άλλων θα του μοιάζει εξαιρετικά...

 

Θεματικές: