Η Αριστερά και το κίνημα απέναντι στην κρατική καταστολή (Η περίπτωση των καταλήψεων)
Ορισμένα νέα χαρακτηριστικά της κρατικής καταστολής
Σε γενικές γραμμές ισχύει ότι όσο οι ρυθμοί επιβολής μιας αντικοινωνικής πολιτικής εντείνονται –άρα και οι δείκτες της κοινωνικής συναίνεσης απέναντι σε όσους ασκούν αυτή την πολιτική μειώνονται– τόσο αυξάνεται η ανάγκη της βίαιης επιβολής της αντικοινωνικής πολιτικής, είτε μέσω θεσμικών ρυθμίσεων είτε με την ιδεολογική τρομοκρατία / χειραγώγηση είτε με την άμεση κρατική καταστολή. Επίσης, ισχύει ότι σε καιρούς κρίσης, επίθεσης και ταξικής πόλωσης, το κράτος και οι εκάστοτε κυβερνώντες επιδιώκουν μέσω του οχήματος της «ασφάλειας» και της κατασταλτικής ισχύος να συσπειρώσουν τα πλέον απογοητευμένα και κατακερματισμένα τμήματα της κοινωνίας, αφενός τρομοκρατώντας τα για το άμεσο μέλλον τους και, αφετέρου, στρέφοντάς τα εναντίον όσων (νομίζουν ότι) απειλούν τη σταθερότητα της καθημερινότητάς τους – σε αυτή την προσπάθεια του κράτους και των κυβερνώντων, συστηματικότεροι σύμμαχοι είναι τα τηλεοπτικά ΜΜΕ και η φασιστική Ακροδεξιά
.
Με αυτή την έννοια, είναι πασιφανές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη δεν έχει να πουλήσει άλλο προϊόν εκτός από «νόμο και τάξη». Πέραν όμως της έκδηλης αυτής σκοπιμότητας, νομίζουμε ότι η ένταση της κρατικής καταστολής της τελευταίας περιόδου οφείλεται και σε ορισμένους ακόμα λόγους: Πρώτον, στην εμπεδωμένη ιδεολογική πεποίθηση του Σαμαρά ότι πρέπει να παταχθούν και να διαλυθούν όλες οι κινηματικές εστίες και τα κοινωνικοπολιτικά υποκείμενα που αμφισβητούν έμπρακτα την πολιτική αυθεντία της κυβέρνησης, την κρατική καταστολή και το «ιερό» δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Ποτέ άλλοτε μετά τη Μεταπολίτευση ο αστικός λόγος δεν ήταν πιο καθαρός από ταξική καθεστωτική άποψη, πιο επιθετικός και ιδεολογικά ολοκληρωμένος. Πρόκειται για την «καταστατική πράξη» μετάλλαξης του κράτους (και της αστικής δημοκρατίας) από εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης σε επιτελάρχη του κοινωνικού πολέμου. Δεύτερον, στην προσπάθεια του καθεστωτικού μπλοκ, μιας και δεν διαθέτει τη δυνατότητα μέσω οικονομικών και κοινωνικών παραχωρήσεων να αναχαιτίσει τα μαζικά φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης λαϊκών στρωμάτων, να τα εγκλωβίσει σε εκβιαστικά διλήμματα που αφορούν την ίδια την ύπαρξή τους – αυτό το νόημα έχει η μετωπική επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ: είτε να τον περιθωριοποιήσει είτε να τον εξαναγκάσει να ενταχθεί στο «συνταγματικό τόξο». Τρίτον, στη βεβαιότητα των κυρίαρχων δυνάμεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα στην Ελλάδα είτε να συμβεί κοινωνική έκρηξη είτε να κλιμακωθεί η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση οδηγώντας σε πολιτικές αλλαγές με απρόβλεπτες συνέπειες για το σύνολο των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Αν και δεν μας αρέσουν οι στομφώδεις εκτιμήσεις και η κινδυνολογία, διαπιστώνουμε στη γενική πολιτική των κυβερνώντων, τόσο στο πεδίο του λόγου όσο και στο αντίστοιχο της πρακτικής, έντονα στοιχεία «ασκήσεων αντεπανάστασης».
Τούτων δοθέντων, η στάση της Αριστεράς απέναντι στην κρατική καταστολή, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, τόσο για την υπεράσπιση των συμφερόντων των «από κάτω» όσο και για τη δική της δυναμική, οφείλει να είναι αποφασιστική και να μην αποτελεί προϊόν των πιέσεων του αντιπάλου. Οφείλει, δηλαδή, αφού οι καθεστωτικές δυνάμεις, μέσω της θεωρίας των «δυο άκρων», καταλαμβάνουν το ένα άκρο, αυτό της άνευ όρων διατήρησης της αστικής κυριαρχίας, να αντιληφθεί ότι αυτή ανήκει στο άλλο άκρο, εκείνο της συνολικής έκφρασης των καταπιεσμένων και του αγώνα για τη ριζική κοινωνική αλλαγή. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι η Αριστερά ως το «ένα άκρο» οφείλει να απευθυνθεί και να γειωθεί στην κοινωνία, όχι για να εκφράσει το «σύνολο του έθνους» και να ικανοποιήσει τους πάντες, αλλά για να συστρατευτεί με την πλειονότητα του πληθυσμού στον αγώνα για μια ζωή που μας αξίζει.
Η περίπτωση των καταλήψεων: Δεν υπάρχει ανομία, αλλά αντίσταση και αυτονομία
Οι καταλήψεις, στη μεγάλη πλειονότητά τους πραγματοποιημένες από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, κάποιες όμως και από αριστερές κινηματικές συλλογικότητες, αποτελούν χώρους ελευθερίας και συνάντησης της αντίστασης με τη δημιουργία σε καιρούς κοινωνικού κατακερματισμού και αποξένωσης, εστίες αντιεμπορευματικής δράσης και έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης, παραδείγματα επανοικειοποίησης και αξιοποίησης του λεηλατημένου από ιδιωτικά συμφέροντα δημόσιου χώρου και της εγκαταλειμμένης δημόσιας περιουσίας, αναχώματα στη φασιστική και παρακρατική τρομοκρατία, υποδείγματα ενός άλλου τρόπου ζωής, συλλογικού αυτοδιαχειριζόμενου και αλληλέγγυου, και ενός άλλου τρόπου αγώνα, που στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία και την άμεση δράση. Άρα για την Αριστερά, οι καταλήψεις όχι μόνο (πρέπει να) είναι υπερασπίσιμες άνευ όρων, αλλά οφείλουν να αποτελούν επιλογή της είτε για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα επιβίωσης χιλιάδων αστέγων είτε ως απάντηση στο κλείσιμο ή το ξεπούλημα εργοστασίων και καταστημάτων, μέσω εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και αλληλέγγυας συνεργατικής οικονομίας, είτε ως λύση για τη διατήρηση πάρκων και πλατειών είτε ως μορφή που να εξασφαλίζει χώρους συνάντησης, πολιτιστικής δημιουργίας αλλά και οργάνωσης της αντίστασης εκατοντάδων χιλιάδων νέων, ανέργων κ.λπ.
Οι καταλήψεις, λοιπόν, δεν είναι ούτε νόμιμες, ούτε παράνομες, είναι δίκαιες. Όταν, επομένως, καταστέλλονται από το κράτος, η Αριστερά (και αναφερόμαστε στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί για το ΚΚΕ η αστική νομιμότητα μέχρι να αντικατασταθεί, ως εκ θαύματος, από τη «λαϊκή εξουσία» είναι ιερή) οφείλει να σταθεί αποφασιστικά και άνευ όρων στο πλευρό τους. Γιατί αποτελούν οργανικό τμήμα του κινήματος και όχι «αναρχική ιδιορρυθμία» ή «ήπια παραβατικότητα». Με αυτή την έννοια, ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάκιστα πήραν αποστάσεις από την απόπειρα ανακατάληψης της Villa Amalia (δηλαδή, οι καταληψίες δικαιούνται την αλληλεγγύη της Αριστεράς όταν καταστέλλονται και όχι όταν αγωνίζονται ενάντια στην καταστολή;), καταδίκασαν τη συμβολική κατάληψη των γραφείων της ΔΗΜΑΡ (δηλαδή, η ΔΗΜΑΡ έχει το άβατο ενώ συμμετέχει στην κυβέρνηση και τη δημοτική πλειοψηφία Καμίνη;) και συνέδεσαν τις καταλήψεις με το ενδεχόμενο της «ανομίας», ενός όρου που εκτός του ότι έλκει την καταγωγή του από τις σκοτεινότερες πλευρές του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, επικυρώνει την (καταστροφική για την Αριστερά) αποδοχή της αυθεντίας της νομιμότητας σε βάρος του δίκιου.
Τελικά, τι είναι αυτή η περιβόητη νομιμότητα, πέραν του πλαισίου που καθορίζουν οι εκάστοτε ισχύοντες νόμοι και οι πρακτικές εφαρμογής τους; Σε μια περίοδο που η πολιτική των κυβερνώντων εξευτελίζει κάθε έννοια αστικής νομιμότητας (ιδιαίτερα της συνταγματικής), που η πολιτική, η δικαστική και η αστυνομική εξουσία κουρελιάζουν κάθε κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα, είναι γελοίο να επικαλούνται τη νομιμότητα οι αρχιερείς της αυθαιρεσίας. Οι τρομονόμοι, ο κουκουλονόμος, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, τα χαράτσια, η λεηλασία του περιβάλλοντος, οι αθρόες απολύσεις επειδή είναι νόμοι προφανώς αποτελούν τμήμα της ισχύουσας νομιμότητας και παράλληλα αποδεικνύουν το πόσο υποκριτική είναι αυτή η νομιμότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστράτευση των απεργών στα μέσα μαζικής μεταφοράς, η εισβολή των ΜΑΤ στο αμαξοστάσιο, ο εξευτελισμός του Συντάγματος, οι συλλήψεις απεργών και τα δικτατορικά διαγγέλματα του Σαμαρά. Η νομιμότητα καθορίζεται κάθε φορά από τους υπάρχοντες πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς και οι κυβερνώντες την επικαλούνται ακριβώς τη στιγμή που τη συρρικνώνουν σε βάρος των «από κάτω». Η Αριστερά, λοιπόν, αν δεν θέλει να ταυτιστεί με την καθεστωτική χρήση της νομιμότητας, δηλαδή την εφ’ όλης της ύλης αποδοχή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, με πυλώνες το αναντικατάστατο της αστικής δημοκρατίας, το μονοπώλιο του κράτους στη βία και το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας, οφείλει σήμερα και όχι κάποτε να οργανώσει τη στρατηγική και τη στάση της με επίγνωση ότι η αστική νομιμότητα ουδεμία σχέση έχει με την κοινωνική δικαιοσύνη. Οργανικό στοιχείο αυτής της επιλογής αποτελεί η πολιτική ανυπακοή, η οποία όχι μόνο οξύνει την αντιπαράθεση με το καθεστώς, αλλά, κυρίως, εκπαιδεύει πλατιά τμήματα της κοινωνίας στη σύγκρουση και την αυτοοργάνωση.
Θεωρούμε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν θα απομονώσει την Αριστερά, όπως ισχυρίζονται πολλά στελέχη της, αλλά αντίθετα θα εξοπλίσει ιδεολογικά τον κόσμο της, ανεβάζοντας την αυτοπεποίθησή του, θα τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα επίθεση που δέχεται, θα ενισχύσει τους δεσμούς με τον αυθόρμητο λαϊκό ριζοσπαστισμό και θα τη λυτρώσει από πιέσεις, εκβιασμούς και αμφιθυμίες που ενισχύουν τον εχθρό και παραλύουν την ίδια. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι το ίδιο το κοινωνικό κίνημα που στους δρόμους, τις πλατείες, τους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης μπορεί να οργανώσει εκείνους τους αγώνες και να δημιουργήσει εκείνες τις συνειδήσεις που θα αμφισβητούν από σήμερα την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα διαμορφώνουν με αποφασιστικότητα, μαχητικότητα αλλά και νηφαλιότητα τα περάσματα προς την κοινωνική απελευθέρωση, εκεί που το δίκιο θα γίνει νομιμότητα.
ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ